Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀναμμένα

  • 1 αναμμένα

    ἀνάπτω
    make fast on: perf part mp neut nom /voc /acc pl (ionic)
    ἀναμμένᾱ, ἀνάπτω
    make fast on: perf part mp fem nom /voc /acc dual (ionic)
    ἀναμμένᾱ, ἀνάπτω
    make fast on: perf part mp fem nom /voc sg (doric ionic aeolic)
    ἀνᾱμμένα, ἀνάπτω
    make fast on: perf part mp neut nom /voc /acc pl (doric aeolic)
    ἀνᾱμμένᾱ, ἀνάπτω
    make fast on: perf part mp fem nom /voc /acc dual (doric aeolic)
    ἀνᾱμμένᾱ, ἀνάπτω
    make fast on: perf part mp fem nom /voc sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > αναμμένα

  • 2 ἀναμμένα

    ἀνάπτω
    make fast on: perf part mp neut nom /voc /acc pl (ionic)
    ἀναμμένᾱ, ἀνάπτω
    make fast on: perf part mp fem nom /voc /acc dual (ionic)
    ἀναμμένᾱ, ἀνάπτω
    make fast on: perf part mp fem nom /voc sg (doric ionic aeolic)
    ἀνᾱμμένα, ἀνάπτω
    make fast on: perf part mp neut nom /voc /acc pl (doric aeolic)
    ἀνᾱμμένᾱ, ἀνάπτω
    make fast on: perf part mp fem nom /voc /acc dual (doric aeolic)
    ἀνᾱμμένᾱ, ἀνάπτω
    make fast on: perf part mp fem nom /voc sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > ἀναμμένα

  • 3 'ναμμένα

    ἀναμμένα, ἀνάπτω
    make fast on: perf part mp neut nom /voc /acc pl (ionic)
    ἀναμμένᾱ, ἀνάπτω
    make fast on: perf part mp fem nom /voc /acc dual (ionic)
    ἀναμμένᾱ, ἀνάπτω
    make fast on: perf part mp fem nom /voc sg (doric ionic aeolic)
    ἀνᾱμμένα, ἀνάπτω
    make fast on: perf part mp neut nom /voc /acc pl (doric aeolic)
    ἀνᾱμμένᾱ, ἀνάπτω
    make fast on: perf part mp fem nom /voc /acc dual (doric aeolic)
    ἀνᾱμμένᾱ, ἀνάπτω
    make fast on: perf part mp fem nom /voc sg (doric aeolic)
    ἐναμμένα, ἐνάπτω
    bind on: perf part mp neut nom /voc /acc pl (ionic)
    ἐναμμένᾱ, ἐνάπτω
    bind on: perf part mp fem nom /voc /acc dual (ionic)
    ἐναμμένᾱ, ἐνάπτω
    bind on: perf part mp fem nom /voc sg (doric ionic aeolic)
    ἐνᾱμμένα, ἐνάπτω
    bind on: perf part mp neut nom /voc /acc pl (doric aeolic)
    ἐνᾱμμένᾱ, ἐνάπτω
    bind on: perf part mp fem nom /voc /acc dual (doric aeolic)
    ἐνᾱμμένᾱ, ἐνάπτω
    bind on: perf part mp fem nom /voc sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > 'ναμμένα

См. также в других словарях:

  • ἀναμμένα — ἀνάπτω make fast on perf part mp neut nom/voc/acc pl (ionic) ἀναμμένᾱ , ἀνάπτω make fast on perf part mp fem nom/voc/acc dual (ionic) ἀναμμένᾱ , ἀνάπτω make fast on perf part mp fem nom/voc sg (doric ionic aeolic) ἀνᾱμμένα , ἀνάπτω make fast… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'ναμμένα — ἀναμμένα , ἀνάπτω make fast on perf part mp neut nom/voc/acc pl (ionic) ἀναμμένᾱ , ἀνάπτω make fast on perf part mp fem nom/voc/acc dual (ionic) ἀναμμένᾱ , ἀνάπτω make fast on perf part mp fem nom/voc sg (doric ionic aeolic) ἀνᾱμμένα , ἀνάπτω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγκάλι — Φορητή συσκευή μέσα στην οποία διατηρούνται αναμμένα ξυλοκάρβουνα για τη θέρμανση μικρών χώρων. Τα μ. κατασκευάζονται από μέταλλο ή από πηλό. Κατά την αρχαιότητα κατασκευάζονταν πολυτελή μ., κυρίως από χαλκό. Η λέξη πάντως είναι αραβικής… …   Dictionary of Greek

  • αδημονώ — (Α αδημονώ, έω) 1. ανησυχώ, ανυπομονώ, αγωνιώ, «κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα» 2. στενοχωριέμαι υπερβολικά, κατέχομαι από άγχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Έχουν προταθεί διάφορες ετυμολογίες. Επικρατέστερη φαίνεται εκείνη που ανάγει τη λ. ἀδήμων (απ’ όπου… …   Dictionary of Greek

  • αθάλη — η 1. αιθάλη, καπνιά 2. τέφρα, στάχτη 3. σωρός από αναμμένα κάρβουνα στην αρχή τής αποτεφρώσεώς τους, ανθρακιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. αἰθάλη με προληπτική αφομοίωση. ΠΑΡ. αθαλώνω] …   Dictionary of Greek

  • ακροβάτης — I Ο όρος κατά λέξη σημαίνει αυτόν που περπατάει στις άκρες των ποδιών και χρησιμοποιείται από πολλές ξένες γλώσσες για να υποδηλώσει κάθε είδους θαυματοποιούς, σχοινοβάτες, σαλτιμπάγκους, άλτες, ισορροπιστές, δεξιοτέχνες ποδηλάτες κ.ά. Η… …   Dictionary of Greek

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

  • αναστενάρια — Σύνολο τελετουργικών πράξεων θιασικής λαϊκής λατρείας· οι μύστες αυτής της λατρείας ονομάζονται αναστενάρηδες. Η λέξη προέρχεται από την πρόθεση ανά και τη μεσαιωνική λέξη ασθενάριον. Σήμερα, τα δύο κύρια κέντρα όπου έχουν επιβιώσει τα α. είναι ο …   Dictionary of Greek

  • ανθρακιά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ., 124 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γρεβενών. * * * και αθρακιά, αθράκα, θράκα, η (AM ἀνθρακιά και Α επικ. ἀνθρακιή) 1. σωρός από αναμμένα κάρβουνα 2. στάχτη από κάρβουνα, καπνιά νεοελλ. η… …   Dictionary of Greek

  • αποκριά — Στην εκκλησιαστική ορολογία, η λέξη α. σημαίνει την τελευταία ημέρα της κρεοφαγίας πριν από την περίοδο της νηστείας. Έτσι στο πλαίσιο της Εκκλησίας, μέρες α. είναι εκείνες που προηγούνται των τεσσάρων μεγάλων νηστειών, δηλαδή της Μεγάλης… …   Dictionary of Greek

  • δεξίπυρος — δεξίπυρος, ον (Α) φρ. «δεξιπύρους θυμέλας» τις θυμέλες που δέχονται το πυρ, που τοποθετούνται επάνω τους ξύλα αναμμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεξι < (θ. αορ.) εδεξάμην τού ρ. δέχομαι* + πυρος < πυρ. (Για τον μορφολογικό σχηματισμό πρβλ. αλεξίκακος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»