-
1 αναμετρήσεις
ἀναμέτρησιςmeasurement: fem nom /voc pl (attic epic)ἀναμέτρησιςmeasurement: fem nom /acc pl (attic)ἀναμετρέωmeasure back again: aor subj act 2nd sg (epic)ἀναμετρέωmeasure back again: fut ind act 2nd sgἀ̱ναμετρήσεις, ἀναμετρέωmeasure back again: futperf ind act 2nd sg (doric aeolic)ἀναμετρέωmeasure back again: aor subj act 2nd sg (epic)ἀναμετρέωmeasure back again: fut ind act 2nd sg -
2 ἀναμετρήσεις
ἀναμέτρησιςmeasurement: fem nom /voc pl (attic epic)ἀναμέτρησιςmeasurement: fem nom /acc pl (attic)ἀναμετρέωmeasure back again: aor subj act 2nd sg (epic)ἀναμετρέωmeasure back again: fut ind act 2nd sgἀ̱ναμετρήσεις, ἀναμετρέωmeasure back again: futperf ind act 2nd sg (doric aeolic)ἀναμετρέωmeasure back again: aor subj act 2nd sg (epic)ἀναμετρέωmeasure back again: fut ind act 2nd sg -
3 αναμετρεω
1) тж. med. тщательно мерить, измерять(χώραν Her.; γῆν Arph.)
ἀλλήλοις ἀ. Plat. — служить мерой друг для друга;μέγεθός τι, ὃ ἀναμετρήσει τὸ ὅλον Arst. — некая всеобщая мера2) med. оценивать, определять(τὰς φρένας τινός Eur.)
γνώμης πονηροῖς κανόσιν ἀ. τι Eur. — прилагать неправильную мерку к чему-л., т.е. неправильно судить о чем-л.3) med. отмеривать, уделятьἀ. δάκρυ ἔς τινα Eur. — проливать слезы о ком-л.
4) med. перечислять, называть(τἄρρητα Eur.; τὰς πράξεις Plut.)
5) совершать обратный путь, вновь проходить(τέν Χαρυβδιν Hom., Plut.)
ἀναμετρηθεὴς κύκλῳ Plat. — описавший круг;οὐκ ἀναμετρήσεις σαυτὸν ἀπιὼν ἀλλαχῇ ; Arph. — не уберешься ли ты куда подалее?;ἀναμετρήσασθαι παλαιὰν μνήμην Eur. — вспомянуть старое
См. также в других словарях:
ἀναμετρήσεις — ἀναμέτρησις measurement fem nom/voc pl (attic epic) ἀναμέτρησις measurement fem nom/acc pl (attic) ἀναμετρέω measure back again aor subj act 2nd sg (epic) ἀναμετρέω measure back again fut ind act 2nd sg ἀ̱ναμετρήσεις , ἀναμετρέω measure back… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκλογές — Με τον όρο αυτό ονομάζεται στο νεότερο συνταγματικό δίκαιο η διαδικασία επιλογής των αντιπροσωπευτικών οργάνων του κράτους και των οργάνων της τοπικής αυτοδιοίκησης, η οποία στηρίζεται στην ψήφο των πολιτών. Η διάδοση του θεσμού των ε.… … Dictionary of Greek
φεντεραλισμός — ο, Ν 1. θεωρία και πολιτικοφιλοσοφική αντίληψη κατά την οποία η ομοσπονδιοποίηση αποτελεί τον ιδανικό τρόπο πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης 2. σύστημα πολιτικής ή οικονομικής ή επαγγελματικής οργάνωσης που τείνει στον περιορισμό τής σημασίας… … Dictionary of Greek
Έβερτ, Μιλτιάδης — (Αθήνα 1939 –). Πολιτικός και οικονομολόγος. Σπούδασε στην Ανώτατη Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών (Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών) και εργάστηκε ως διοικητικός διευθυντής σε μεγάλες βιομηχανίες και ως οικονομικός σύμβουλος της… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Συνταγματική Ιστορία — Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Σύντομη ανασκόπηση Το σύνταγμα είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου με τους οποίους ρυθμίζεται η συγκρότηση και η άσκηση της κρατικής εξουσίας. Επομένως, η συνταγματική ιστορία είναι η ιστορία της κρατικής… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Κακλαμάνης, Απόστολος — (Καρυά Λευκάδας 1936 –).Νομικός και πολιτικός. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και εργάστηκε ως δικηγόρος. Το 1964 διετέλεσε γενικός γραμματέας του υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών (κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου). Επί δικτατορίας… … Dictionary of Greek
Καραμανλής, Κωνσταντίνος — (Πρώτη Σερρών 1907 – Αθήνα 1998). Πολιτικός, πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας (1980 85, 1990 95) και πρωθυπουργός (1955 63, 1974 80). Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και το 1932 άρχισε να ασκεί το δικηγορικό επάγγελμα στις Σέρρες.… … Dictionary of Greek
Καρλομάγνος ή Κάρολος ο Μέγας — (Charlemagne, 742 – Άαχεν 814). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (800 814) και βασιλιάς των Φράγκων (768 814). Στέφθηκε βασιλιάς μετά τον θάνατο του πατέρα του, Πεπίνου του Βραχύ, μοιράστηκε τον θρόνο μαζί με τον αδελφό του Καρλομάνο … Dictionary of Greek