Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀναμεταξύ

См. также в других словарях:

  • ἀναμεταξύ — between indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναμεταξύ — επίρρ. 1. τοπικό: ανάμεσα σε δύο τόπους: Το ναυάγιο γίνηκε αναμεταξύ Αίγινα και Πόρο. 2. χρονικό: Ο γάμος θα γίνει αναμεταξύ Χριστούγεννα και Πάσχα. 3. μτφ., ανάμεσα σε δύο ανθρώπους, καταστάσεις κτλ.: Αναμεταξύ μας δεν πρέπει να υπάρχουν μυστικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναμεταξύ — επίρρ. (Α ἀναμεταξύ) 1. τοπ. ανάμεσα, μεταξύ, στο μέσο 2. χρον. μεταξύ δύο χρονικών σημείων, εν τω μεταξύ, στο μεταξύ μσν. νεοελλ. (για σχέση προσώπων) μεταξύ νεοελλ. «αυτό να μείνει αναμεταξύ μας», δηλ. κρυφό, μυστικό ανάμεσά μας …   Dictionary of Greek

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • άσπονδος — η, ο (AM ἄσπονδος, ον) [σπονδή] αυτός που δεν δέχεται σπονδές, που δεν δέχεται συνδιαλλαγή, ο αδιάλλακτος, ο σκληρός («άσπονδος εχθρός», «άσπονδο μίσος», «ἀσπόνδους ἔχθρας», «άσπονδη εχθρότητα) νεοελλ. φρ. «άσπονδοι φίλοι» για ανθρώπους που… …   Dictionary of Greek

  • ανακουφωτός — ή, ό [ανακουφώνω] 1. αυτός που δεν είναι καλά προσαρμοσμένος κάπου, που δεν έχει συνοχή, που σχηματίζει κενό από κάτω ή αναμεταξύ 2. (για το ψωμί) αυτός που έχει υποστεί την αναγκαία ζύμωση 3. (για πόρτες και παράθυρα) μισόκλειστος, γειρτός 4.… …   Dictionary of Greek

  • συντεχνία — Εμπορική και βιοτεχνική ένωση του Μεσαίωνα, στην οποία ανήκαν όλοι όσοι ασκούσαν την ίδια οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό την προάσπιση κοινών συμφερόντων. Οι σ. υπήρξαν ιδιαίτερα πολυάριθμες και ανθηρές μεταξύ 12ου και 14ου αι. Οι ρίζες των σ …   Dictionary of Greek

  • Κάρνεια ή Καρνεία — Αρχαία γιορτή της Σπάρτης. Η ονομασία της οφείλεται στην προσωνυμία του Καρνείου Απόλλωνα (η λέξη Κάρνειος προέρχεται από το κάρνος που σημαίνει κριός), ως προστάτη της γονιμότητας και της συγκομιδής των καρπών. Κέντρα λατρείας του ήταν η Οιχαλία …   Dictionary of Greek

  • Σμέρδις — Γιος του Κύρου και νεώτερος αδελφός του Καμβύση. Όταν ο Καμβύσης βρισκόταν στην Αίγυπτο μαζί με το Σ., αποφάσισε να στείλει τον αδελφό του πίσω στην Περσία. Οταν ο Σ. έφυγε για την Περσία, ο Καμβύσης είδε στον ύπνο του ότι ήρθε ένας αγγελιοφόρος… …   Dictionary of Greek

  • μεταξύ — επίρρ. τοπ., ανάμεσα, αναμεταξύ: Μεταξύ των καλεσμένων υπήρχαν και αρκετοί πολιτικοί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»