-
1 αναμεμιγμένα
ἀναμίγνυμιmix up: perf part mp neut nom /voc /acc plἀναμεμιγμένᾱ, ἀναμίγνυμιmix up: perf part mp fem nom /voc /acc dualἀναμεμιγμένᾱ, ἀναμίγνυμιmix up: perf part mp fem nom /voc sg (doric aeolic)ἀναμεμῑγμένα, ἀναμίγνυμιmix up: perf part mp neut nom /voc /acc plἀναμεμῑγμένᾱ, ἀναμίγνυμιmix up: perf part mp fem nom /voc /acc dualἀναμεμῑγμένᾱ, ἀναμίγνυμιmix up: perf part mp fem nom /voc sg (doric aeolic)ἀναμεμῑγμένα, ἀναμίγνυμιmix up: perf part mp neut nom /voc /acc plἀναμεμῑγμένᾱ, ἀναμίγνυμιmix up: perf part mp fem nom /voc /acc dualἀναμεμῑγμένᾱ, ἀναμίγνυμιmix up: perf part mp fem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 ἀναμεμιγμένα
ἀναμίγνυμιmix up: perf part mp neut nom /voc /acc plἀναμεμιγμένᾱ, ἀναμίγνυμιmix up: perf part mp fem nom /voc /acc dualἀναμεμιγμένᾱ, ἀναμίγνυμιmix up: perf part mp fem nom /voc sg (doric aeolic)ἀναμεμῑγμένα, ἀναμίγνυμιmix up: perf part mp neut nom /voc /acc plἀναμεμῑγμένᾱ, ἀναμίγνυμιmix up: perf part mp fem nom /voc /acc dualἀναμεμῑγμένᾱ, ἀναμίγνυμιmix up: perf part mp fem nom /voc sg (doric aeolic)ἀναμεμῑγμένα, ἀναμίγνυμιmix up: perf part mp neut nom /voc /acc plἀναμεμῑγμένᾱ, ἀναμίγνυμιmix up: perf part mp fem nom /voc /acc dualἀναμεμῑγμένᾱ, ἀναμίγνυμιmix up: perf part mp fem nom /voc sg (doric aeolic) -
3 αναμεμιγμένας
ἀναμεμιγμένᾱς, ἀναμίγνυμιmix up: perf part mp fem acc plἀναμεμιγμένᾱς, ἀναμίγνυμιmix up: perf part mp fem gen sg (doric aeolic)ἀναμεμῑγμένᾱς, ἀναμίγνυμιmix up: perf part mp fem acc plἀναμεμῑγμένᾱς, ἀναμίγνυμιmix up: perf part mp fem gen sg (doric aeolic)ἀναμεμῑγμένᾱς, ἀναμίγνυμιmix up: perf part mp fem acc plἀναμεμῑγμένᾱς, ἀναμίγνυμιmix up: perf part mp fem gen sg (doric aeolic) -
4 ἀναμεμιγμένας
ἀναμεμιγμένᾱς, ἀναμίγνυμιmix up: perf part mp fem acc plἀναμεμιγμένᾱς, ἀναμίγνυμιmix up: perf part mp fem gen sg (doric aeolic)ἀναμεμῑγμένᾱς, ἀναμίγνυμιmix up: perf part mp fem acc plἀναμεμῑγμένᾱς, ἀναμίγνυμιmix up: perf part mp fem gen sg (doric aeolic)ἀναμεμῑγμένᾱς, ἀναμίγνυμιmix up: perf part mp fem acc plἀναμεμῑγμένᾱς, ἀναμίγνυμιmix up: perf part mp fem gen sg (doric aeolic) -
5 αναμεμιγμέναι
ἀναμίγνυμιmix up: perf part mp fem nom /voc plἀναμεμιγμένᾱͅ, ἀναμίγνυμιmix up: perf part mp fem dat sg (doric aeolic)ἀναμεμῑγμέναι, ἀναμίγνυμιmix up: perf part mp fem nom /voc plἀναμεμῑγμένᾱͅ, ἀναμίγνυμιmix up: perf part mp fem dat sg (doric aeolic)ἀναμεμῑγμέναι, ἀναμίγνυμιmix up: perf part mp fem nom /voc plἀναμεμῑγμένᾱͅ, ἀναμίγνυμιmix up: perf part mp fem dat sg (doric aeolic) -
6 ἀναμεμιγμέναι
ἀναμίγνυμιmix up: perf part mp fem nom /voc plἀναμεμιγμένᾱͅ, ἀναμίγνυμιmix up: perf part mp fem dat sg (doric aeolic)ἀναμεμῑγμέναι, ἀναμίγνυμιmix up: perf part mp fem nom /voc plἀναμεμῑγμένᾱͅ, ἀναμίγνυμιmix up: perf part mp fem dat sg (doric aeolic)ἀναμεμῑγμέναι, ἀναμίγνυμιmix up: perf part mp fem nom /voc plἀναμεμῑγμένᾱͅ, ἀναμίγνυμιmix up: perf part mp fem dat sg (doric aeolic)
См. также в других словарях:
ἀναμεμιγμένα — ἀναμίγνυμι mix up perf part mp neut nom/voc/acc pl ἀναμεμιγμένᾱ , ἀναμίγνυμι mix up perf part mp fem nom/voc/acc dual ἀναμεμιγμένᾱ , ἀναμίγνυμι mix up perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) ἀναμεμῑγμένα , ἀναμίγνυμι mix up perf part mp… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμεμιγμένας — ἀναμεμιγμένᾱς , ἀναμίγνυμι mix up perf part mp fem acc pl ἀναμεμιγμένᾱς , ἀναμίγνυμι mix up perf part mp fem gen sg (doric aeolic) ἀναμεμῑγμένᾱς , ἀναμίγνυμι mix up perf part mp fem acc pl ἀναμεμῑγμένᾱς , ἀναμίγνυμι mix up perf part mp fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηθμός — ο (AM ἠθμός, Α αττ. τ. ἡθμός) νεοελλ. 1. κάθε μέσον που χρησιμοποιείται για διήθηση, για στράγγισμα, για σούρωμα, διυλιστήριο, στραγγιστήρι, σουρωτήρι, φίλτρο 2. χημ. πορώδες σώμα διά μέσου τού οποίου διαβιβάζεται ένα ρευστό, προκειμένου να… … Dictionary of Greek
κεράς — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek
κεραστικός — κεραστικός, ή, όν (Α) [κεραστής] αυτός που χρησιμεύει ως ποτό για κέρασμα. επίρρ... κεραστικῶς αναμεμιγμένα … Dictionary of Greek
μεταμίξ — (Α) επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) αναμεμιγμένα, ανάμικτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + μίξ (< μίγνυμι), πρβλ. ανα μίξ, επι μίξ] … Dictionary of Greek
μικτός — και μεικτός, ή, ό (ΑΜ μεικτός και μικτός, ή, όν) [μίγνυμι] αυτός που αποτελείται από διάφορα και διαφορετικής φύσεως στοιχεία, αναμεμιγμένος, σύμμικτος, ανάμικτος, σύνθετος νεοελλ. φρ. α) «μικτή γλώσσα» γλώσσα ανάμικτη με στοιχεία δημοτικής και… … Dictionary of Greek
μονοκαύσιμο — το αστροναυτ. καύσιμο τού οποίου τα δύο συστατικά, δηλ. κυρίως καύσιμο υλικό και οξειδωτής που προκαλεί την καύση, είναι αναμεμιγμένα σε μία και μόνη στερεά μάζα ή, αν είναι υγρά, μέσα στο ίδιο δοχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια ως προς το α συνθετικό λ … Dictionary of Greek
οπτόπλινθος — η τεχνολ. τεχνητό δομικό υλικό που κατασκευάζεται, συνήθως σε σχήμα ορθογώνιου παραλληλεπιπέδου, με αργιλοχώματα αναμεμιγμένα με μικρές ποσότητες άμμου σε νερό και που μετά τη μορφοποίησή του αποξηραίνεται στον αέρα και, τέλος, ψήνεται σε… … Dictionary of Greek
παραμίξ — Α επίρρ. αναμεμιγμένα ή συγκεχυμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + μιξ (< μ(ε)ίγνυμι), πρβλ. ανα μίξ] … Dictionary of Greek
ἀναμεμιγμέναι — ἀναμίγνυμι mix up perf part mp fem nom/voc pl ἀναμεμιγμένᾱͅ , ἀναμίγνυμι mix up perf part mp fem dat sg (doric aeolic) ἀναμεμῑγμέναι , ἀναμίγνυμι mix up perf part mp fem nom/voc pl ἀναμεμῑγμένᾱͅ , ἀναμίγνυμι mix up perf part mp fem dat sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)