-
1 αναμισγω
-
2 ἀναμίσγω
ἀνα - μίγνῦμι, ἀναμίσγω, aor. part. ἀμμίξᾶς: mix up with, mix together, Od. 10.235, Il. 24.529.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀναμίσγω
-
3 ἀναμίσγω
Aἀναμείγνυμι, ἀνέμισγε δὲσίτῳ φάρμακα Od.10.235
;αἷμα δακρύοισι Tim.Fr.7
:—[voice] Med., have intercourse with,τινί Hdt.1.199
:—[voice] Pass.,γέλως ἀνεμίσγετο λύπῃ Call.Aet.Fr.7.3
P.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναμίσγω
-
4 ἀναμίσγω
-
5 αμμισγω
-
6 ἀναμείγνυμι
ἀναμείγνῡμι, later [suff] ἀνα-μίγνυμι and [suff] ἀνα-ύω, poet. [full] ἀμμείγνυμι B.Fr. 16: poet. [tense] aor. part.Aἀμμείξας Il.24.529
; cf. ἀναμίσγω:—mix up, mix together,ἀνὰ δὲ κρῖ λευκὸν ἔμειξαν Od.4.41
;πάντα τὰ κρέα Hdt.4.26
; κἀμοὶ.. μἀναμείγνυσθαι (i.e. μὴ ἀναμ-)τύχας τὰς σάς E. Supp. 591
;θεὰς ἀνθρώποις h.Ven.52
.II often in [voice] Pass., to be mixed with, l. c.;πάντες ἀναμεμειγμένοι S.El. 715
;τοῖς. πολλὰ ἔθνεα ἀναμεμίχαται Hdt.1.146
;Κάδμου παισὶν ἀναμεμειγμέναι E.Ba.37
;πάντες ἀλλήλοις Arist.Pol. 1319b25
;ἐν μέσοις τοῖς Ἕλλησιν X.An.4.8.8
, cf. Pl.Phlb. 48a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναμείγνυμι
-
7 ἀναμίγνῦμι
ἀνα - μίγνῦμι, ἀναμίσγω, aor. part. ἀμμίξᾶς: mix up with, mix together, Od. 10.235, Il. 24.529.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀναμίγνῦμι
См. также в других словарях:
αναμίσγω — ἀναμίσγω (Α) ποιητ. και ιων. τ. τού ἀναμιγνύω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + μίσγω (< *μίκσκω < *μίγ σκω) «αναμειγνύω»] … Dictionary of Greek
μιγνύω — και μειγνύω (ΑΜ μείγνυμι και μίγνυμ.ι και μειγνύω και μιγνύω και μίγω. Α και σμιγνύω και μίσγω) ανακατεύω, συγχωνεύω, ζυμώνω, συμφύρω αρχ. 1. (με εχθρική σημασία) εμπλέκω σε φιλονικία ή διχόνοια, συμπλέκω 2. φέρνω κάποιον σε επαφή ή σε σχέση με… … Dictionary of Greek
συναναμίσγω — Α συναναμίγνυμι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀναμίσγω, άλλος τ. τού ἀναμείγνυμι] … Dictionary of Greek