-
1 αναλυτέος
-
2 ἀναλυτέος
См. также в других словарях:
ἀναλυτέος — ἀναλυτέον one must dissolve masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αναλυτέος
2 ἀναλυτέος
ἀναλυτέος — ἀναλυτέον one must dissolve masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)