-
1 αναλγησία
ἀναλγησίᾱ, ἀναλγησίαwant of feeling: fem nom /voc /acc dualἀναλγησίᾱ, ἀναλγησίαwant of feeling: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀναλγησίαι, ἀναλγησίαwant of feeling: fem nom /voc plἀναλγησίᾱͅ, ἀναλγησίαwant of feeling: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ἀναλγησία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναλγησία
-
3 ἀναλγησία
Βλ. λ. αναλγησία -
4 ἀναλγησίᾳ
Βλ. λ. αναλγησία -
5 αναλγησίας
ἀναλγησίᾱς, ἀναλγησίαwant of feeling: fem acc plἀναλγησίᾱς, ἀναλγησίαwant of feeling: fem gen sg (attic doric aeolic) -
6 ἀναλγησίας
ἀναλγησίᾱς, ἀναλγησίαwant of feeling: fem acc plἀναλγησίᾱς, ἀναλγησίαwant of feeling: fem gen sg (attic doric aeolic) -
7 αναλγησίαι
ἀναλγησίαwant of feeling: fem nom /voc plἀναλγησίᾱͅ, ἀναλγησίαwant of feeling: fem dat sg (attic doric aeolic) -
8 ἀναλγησίαι
ἀναλγησίαwant of feeling: fem nom /voc plἀναλγησίᾱͅ, ἀναλγησίαwant of feeling: fem dat sg (attic doric aeolic) -
9 αναλγησίαν
-
10 ἀναλγησίαν
-
11 αναλγησίης
-
12 ἀναλγησίης
См. также в других словарях:
ἀναλγησία — ἀναλγησίᾱ , ἀναλγησία want of feeling fem nom/voc/acc dual ἀναλγησίᾱ , ἀναλγησία want of feeling fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλγησίᾳ — ἀναλγησίαι , ἀναλγησία want of feeling fem nom/voc pl ἀναλγησίᾱͅ , ἀναλγησία want of feeling fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναλγησία — η (Α ἀναλγησία) [ἀνάλγητος] έλλειψη αισθήσεως των ψυχικών ή σωματικών πόνων, αναισθησία στον πόνο νεοελλ. 1. ασπλαχνία, απονιά, απάθεια αρχ. αμβλύτητα πνεύματος, νωθρότητα … Dictionary of Greek
αναλγησία — η 1. απονιά, αδιαφορία: Η αναλγησία του ανθρώπου αυτού είναι πολύ γνωστή. 2. (ιατρ.), έλλειψη αισθήματος του άλγους, του πόνου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναλγησίας — ἀναλγησίᾱς , ἀναλγησία want of feeling fem acc pl ἀναλγησίᾱς , ἀναλγησία want of feeling fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλγησίαι — ἀναλγησία want of feeling fem nom/voc pl ἀναλγησίᾱͅ , ἀναλγησία want of feeling fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλγησίαν — ἀναλγησίᾱν , ἀναλγησία want of feeling fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλγησίης — ἀναλγησία want of feeling fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
непоболѣньѥ — НЕПОБОЛѢНЬ|Ѥ (1*), ˫А с. Бесчувственность, немилосердие: а намъ иже на сусѣ iзбыточное безъ ѹспѣха. и недостаточное недомыслено не имущимъ ˫ако ѹстроити что. будущихъ и не будущи(х) принесемъ. и еже злѣе ѥсть в таковы(х) имущи(х) непоболѣнье и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
analgesia — (Del gr. analgesia < an, privativo + algos, dolor.) ► sustantivo femenino MEDICINA Supresión o ausencia de toda sensación dolorosa. * * * analgesia (del gr. «analgēsía») f. Med. Inexistencia de sensaciones dolorosas, aunque exista causa… … Enciclopedia Universal
αλυπησιά — η [αλύπητος] το να μη λυπάται κανείς, να μη νιώθει συμπόνια, αναλγησία, σκληρότητα, ασπλαχνιά … Dictionary of Greek