-
1 ανακωχάς
-
2 ἀνακωχάς
См. также в других словарях:
ἀνακωχάς — ἀνακωχά̱ς , ἀνοκωχή stay fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ανακωχάς
2 ἀνακωχάς
ἀνακωχάς — ἀνακωχά̱ς , ἀνοκωχή stay fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)