-
1 ανακωκύειν
-
2 ἀνακωκύειν
См. также в других словарях:
ἀνακωκύειν — ἀνακωκύ̱ειν , ἀνακωκύω wail aloud pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ανακωκύειν
2 ἀνακωκύειν
ἀνακωκύειν — ἀνακωκύ̱ειν , ἀνακωκύω wail aloud pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)