Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀνακυκλήσῃ

  • 1 ανακυκλήση

    ἀνακυκλήσηι, ἀνακύκλησις
    a coming round again: fem dat sg (epic)
    ἀνακυκλέω
    turn round again: aor subj mid 2nd sg
    ἀνακυκλέω
    turn round again: aor subj act 3rd sg
    ἀνακυκλέω
    turn round again: fut ind mid 2nd sg
    ἀ̱νακυκλήσῃ, ἀνακυκλέω
    turn round again: futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
    ἀ̱νακυκλήσῃ, ἀνακυκλέω
    turn round again: futperf ind mid 2nd sg (doric aeolic)
    ἀνακυκλέω
    turn round again: aor subj mid 2nd sg
    ἀνακυκλέω
    turn round again: aor subj act 3rd sg
    ἀνακυκλέω
    turn round again: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > ανακυκλήση

  • 2 ἀνακυκλήσῃ

    ἀνακυκλήσηι, ἀνακύκλησις
    a coming round again: fem dat sg (epic)
    ἀνακυκλέω
    turn round again: aor subj mid 2nd sg
    ἀνακυκλέω
    turn round again: aor subj act 3rd sg
    ἀνακυκλέω
    turn round again: fut ind mid 2nd sg
    ἀ̱νακυκλήσῃ, ἀνακυκλέω
    turn round again: futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
    ἀ̱νακυκλήσῃ, ἀνακυκλέω
    turn round again: futperf ind mid 2nd sg (doric aeolic)
    ἀνακυκλέω
    turn round again: aor subj mid 2nd sg
    ἀνακυκλέω
    turn round again: aor subj act 3rd sg
    ἀνακυκλέω
    turn round again: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > ἀνακυκλήσῃ

  • 3 ανακύκληση

    tekrar, tekrarlama, yineleme

    Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό > ανακύκληση

См. также в других словарях:

  • ανακύκληση — η η κατά σχήμα κύκλου επάνοδος, η συνεχής επανάληψη: Στην ανακύκληση του χρόνου ο κόσμος φθείρεται και ξαναδημιουργείται συνεχώς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανακύκληση — η (Α ἀνακύκλησις) [ἀνακυκλῶ (Ι)] επιστροφή στην αρχή μετά από κυκλική πορεία, συνεχής επαναφορά, περιοδική επάνοδος …   Dictionary of Greek

  • ἀνακυκλήσῃ — ἀνακυκλήσηι , ἀνακύκλησις a coming round again fem dat sg (epic) ἀνακυκλέω turn round again aor subj mid 2nd sg ἀνακυκλέω turn round again aor subj act 3rd sg ἀνακυκλέω turn round again fut ind mid 2nd sg ἀ̱νακυκλήσῃ , ἀνακυκλέω turn round again… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανέλιξη — η (Α ἀνέλιξις) [ανελίσσω] (νεοελλ. αντί του εξέλιξις (θεωρία της ανέλιξης) αρχ. 1. ξετύλιγμα, άπλωμα 2.(για χορό) αραίωση, ανάπτυξη του κύκλου 3. περιοδική επιστροφή, ανακύκληση …   Dictionary of Greek

  • ανακυκλικός — ή, ό (Α ἀνακυκλικός, ή, όν) νεοελλ. αυτός που γίνεται με ανακύκληση* αρχ. αυτός που περιστρέφεται εύκολα, (στίχος) που διαβάζεται αναδρομικά, από το τέλος προς την αρχή …   Dictionary of Greek

  • ανακυκλώ — (I) ἀνακυκλῶ, ( έω) (ΑΜ) μσν. παθ. ανανεώνομαι, αναζωπυρώνομαι αρχ. 1. περιστρέφω εκ νέου, στριφογυρίζω 2. στριφογυρίζω κάτι στο μυαλό μου, σκέπτομαι 3. (για λόγους) επαναλαμβάνω, λέω και ξαναλέω 4. επανέρχομαι, επιστρέφω σε προηγούμενη θέση ή… …   Dictionary of Greek

  • ανείλιξις — ἀνείλιξις, η (Α) [ανειλίσσω] αντιστροφή κίνησης, ανακύκληση …   Dictionary of Greek

  • αντιστροφή — Η στροφή προς το αντίθετο μέρος ή κατά την αντίθετη φορά. (Γεωμ.) α) Στο (ευκλείδειο) επίπεδο. Έστω ένα επίπεδο E, ένας κύκλος του Κ με κέντρο έστω Ο, και ακτίνα μήκους έστω ρ (>0). Έστω ένα σημείο Ρ(≠Ο) του E· τότε η σχέση: OP·OP’ = ρ2 ορίζει …   Dictionary of Greek

  • εξελιξιαρχία — Φιλοσοφική θεωρία σύμφωνα με την οποία η μετάβαση από μία μορφή ζωής σε μία άλλη ερμηνεύει την υπόσταση τόσο της υλικής όσο και της κοινωνικής πραγματικότητας. Η άποψη για την εξελικτική υφή των όντων, που γνώρισε μεγάλη απήχηση κατά τον 19o αι …   Dictionary of Greek

  • παλιγγενεσία — Τίτλος ελληνικών εφημερίδων και περιοδικών. 1. Πολιτική ημερήσια αθηναϊκή εφημερίδα. Ιδρύθηκε στις 20 Οκτωβρίου του 1862 από τον Ιωάννη Αγγελόπουλο και εκδιδόταν μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1899. 2. Εφημερίδα της Κέρκυρας. Ιδρύθηκε τον Ιανουάριο του… …   Dictionary of Greek

  • Αριστοτέλης — I (Στάγειρα Χαλκιδικής 384 π.Χ. – Χαλκίδα 322 π.Χ.).Φιλόσοφος. Γιος του Νικόμαχου, προσωπικού γιατρού του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Γ’, ορφανός από πολύ νωρίς, ανατρέφεται από τον Πρόξενο τον Αταρνέα. Το 367 π.Χ., σε ηλικία δεκαεπτά ετών,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»