-
1 ανακτώ
ἀ̱νακτῶ, ἀνακτάομαιregain for oneself: imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)ἀνακτάομαιregain for oneself: pres imperat mp 2nd sgἀνακτάομαιregain for oneself: pres imperat mp 2nd sgἀνακτάομαιregain for oneself: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)ἀνακτάομαιregain for oneself: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)ἀνακτόςdrawn from a spring: masc /neut gen sg (doric aeolic) -
2 ἀνακτῶ
ἀ̱νακτῶ, ἀνακτάομαιregain for oneself: imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)ἀνακτάομαιregain for oneself: pres imperat mp 2nd sgἀνακτάομαιregain for oneself: pres imperat mp 2nd sgἀνακτάομαιregain for oneself: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)ἀνακτάομαιregain for oneself: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)ἀνακτόςdrawn from a spring: masc /neut gen sg (doric aeolic) -
3 ανακτώ
(α) μετ.1) снова обретать (свободу); возвращать себе потерянное (имущество, территорию); 2) восстанавливать (силы); 3) завоёвывать, снова отвоёвывать;§ ανακτώ τας αισθήσεις — приходить в чувство (после обморока, наркоза)
-
4 ανακτώ
[анакто] ρ приобретать вновь. -
5 ανακτώ
1) recover2) restore3) retrieveΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ανακτώ
-
6 ηθικό
ηθικό τοморальный дух, настроение, моральное состояние, бодрость:ακμαίο ηθικό — высокий моральный дух,
ανακτώ το ηθικό μου — воспрянуть духом,
διατηρώ το ηθικό μου — сохранять бодрость духа,
См. также в других словарях:
ανακτώ — ανακτώ, ανέκτησα βλ. πίν. 60 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανακτώ — ( άω) (Α ἀνακτῶμαι) βρίσκω κάτι που έχω χάσει, αποκτώ εκ νέου, ξανακερδίζω ||αρχ. 1. επανορθώνω, διορθώνω 2. αναζωογονώ, αναγεννώ 3. (με αιτιατ. προσώπου) κερδίζω την εύνοια ή τη φιλία κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κτῶμαι. ΠΑΡ. ἀνάκτησις( η) αρχ … Dictionary of Greek
ανακτώ — κτησα, κτήθηκα, κτημένος, αποκτώ πάλι κάτι που είχα χάσει: Κατόρθωσε να ανακτήσει την περιουσία του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνακτῶ — ἀ̱νακτῶ , ἀνακτάομαι regain for oneself imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀνακτάομαι regain for oneself pres imperat mp 2nd sg ἀνακτάομαι regain for oneself pres imperat mp 2nd sg ἀνακτάομαι regain for oneself imperf ind mp 2nd sg (homeric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλοσυνηφέρνω — ανακτώ τις αισθήσεις μου, συνέρχομαι εντελώς, σωματικά ή ψυχικά, ξαναβρίσκω την ψυχική μου γαλήνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ. καλά) + συνηφέρνω (άλλος τ. τού συνεφέρνω) «συνέρχομαι»] … Dictionary of Greek
ξετυφλώνομαι — ανακτώ την όρασή μου, αναβλέπω. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + τυφλώνομαι] … Dictionary of Greek
αναπαίρνω — [παίρνω] 1. παίρνω 2. (για έμψυχα και άψυχα) ανακτώ τις δυνάμεις μου, αναζωογονούμαι, δυναμώνω 3. συνέρχομαι, ανακτώ τις αισθήσεις μου 4. ενθαρρύνομαι 5. (για τον καιρό) βελτιώνομαι 6. (για τη βροχή) μετριάζω, καταπαύω … Dictionary of Greek
προσανακτώμαι — άομαι, Α (αποθ.) 1. αποκτώ κάτι ξανά 2. ανακτώ τις δυνάμεις μου, αναρρώνω 3. μτφ. αποκαθιστώ κάτι εκ νέου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀνακτῶ, ῶμαι «αποκτώ εκ νέου, ξανακερδίζω»] … Dictionary of Greek
συνεφέρνω — και διαλ. τ. συνηφέρνω Ν 1. (μτβ.) βοηθώ κάποιον να ανακτήσει τις δυνάμεις του, τόν επαναφέρω στην αρχική φυσιολογική κατάσταση του 2. (αμτβ.) ανακτώ τις αισθήσεις ή τις δυνάμεις μου, συνέρχομαι σωματικώς ή ψυχικώς 3. μτφ. α) (μτβ.) συντελώ στην… … Dictionary of Greek
αθροίζω — (Α ἀθροίζω και ἁθροίζω) συλλέγω, συγκεντρώνω, μαζεύω, συναθροίζω νεοελλ. Μαθημ. εκτελώ την πράξη τής προσθέσεως, προσθέτω αρχ. Ι. ενεργ. 1. παραθέτω συγκεντρωτικά, αραδιάζω 2. συσσωρεύω, θησαυρίζω ΙΙ μέσ. συγκεντρώνω για τον εαυτό μου ή γύρω από… … Dictionary of Greek
αναβλέπω — (Α ἀναβλέπω) 1. στρέφω το βλέμμα μου προς τα επάνω, κοιτάζω επάνω, 2. ανακτώ την όραση μου αρχ. ακμάζω πάλι, ξαναγεννιέμαι, αναζωογονούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + βλέπω. ΠΑΡ. ανάβλεμμα, ανάβλεψις] … Dictionary of Greek