-
1 ανακρίσεσι
-
2 ἀνακρίσεσι
См. также в других словарях:
ἀνακρίσεσι — ἀνάκρισις examination fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ανακρίσεσι
2 ἀνακρίσεσι
ἀνακρίσεσι — ἀνάκρισις examination fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)