-
1 ανακουφισις
См. также в других словарях:
ἀνακούφισιν — ἀνακούφισις relief fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανακουφίζω — (Α ἀνακουφίζω) 1. λιγοστεύω το βάρος κάποιου πράγματος, ελαφρώνω, ξαλαφρώνω 2. σηκώνω, ανασηκώνω νεοελλ. Ι. ενεργ. 1. ελαφρώνω κάποιον από τα βάρη του, τις υποχρεώσεις ή τις οικονομικές δυσχέρειες, συντρέχω, βοηθώ, ενισχύω 2. απαλλάσσω κάποιον… … Dictionary of Greek
ανακούφιση — η (Α ἀνακούφισις) [ἀνακουφίζω] 1. ελάφρυνση από βάρος, αλάφρωμα 2. απαλλαγή από σωματικά ή ψυχικά βάρη και πόνους, απόκτηση ή αποκατάσταση τής ηρεμίας, ξαλάφρωμα νεοελλ. 1. βοήθεια, ενίσχυση, συνδρομή 2. καταπράυνση, παρηγοριά 3. αποπάτηση … Dictionary of Greek
μεταπνοή — μεταπνοή, ἡ (Α) [μεταπνέω] (κατά τον Ησύχ.) «τὸ ἀναλαμβάνειν πνοήν, ἀναπνοήν, ἀνάπαυσις, ἀνακούφισις, αναψυχή» … Dictionary of Greek
κἀνακούφισιν — ἀνακούφισιν , ἀνακούφισις relief fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακουφίσῃ — ἀνακουφίσηι , ἀνακούφισις relief fem dat sg (epic) ἀνακουφίζω lift aor subj mid 2nd sg ἀνακουφίζω lift aor subj act 3rd sg ἀνακουφίζω lift fut ind mid 2nd sg ἀνακουφίζω lift aor subj mid 2nd sg ἀνακουφίζω lift aor subj act 3rd sg ἀνακουφίζω lift… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)