Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀνακοινώσει

  • 1 ανακοινώσει

    ἀνακοίνωσις
    communication: fem nom /voc /acc dual (attic epic)
    ἀνακοινώσεϊ, ἀνακοίνωσις
    communication: fem dat sg (epic)
    ἀνακοίνωσις
    communication: fem dat sg (attic ionic)
    ἀνακοινόω
    communicate: aor subj act 3rd sg (epic)
    ἀνακοινόω
    communicate: fut ind mid 2nd sg
    ἀνακοινόω
    communicate: fut ind act 3rd sg
    ἀ̱νακοινώσει, ἀνακοινόω
    communicate: futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
    ἀ̱νακοινώσει, ἀνακοινόω
    communicate: futperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
    ἀνακοινόω
    communicate: aor subj act 3rd sg (epic)
    ἀνακοινόω
    communicate: fut ind mid 2nd sg
    ἀνακοινόω
    communicate: fut ind act 3rd sg

    Morphologia Graeca > ανακοινώσει

  • 2 ἀνακοινώσει

    ἀνακοίνωσις
    communication: fem nom /voc /acc dual (attic epic)
    ἀνακοινώσεϊ, ἀνακοίνωσις
    communication: fem dat sg (epic)
    ἀνακοίνωσις
    communication: fem dat sg (attic ionic)
    ἀνακοινόω
    communicate: aor subj act 3rd sg (epic)
    ἀνακοινόω
    communicate: fut ind mid 2nd sg
    ἀνακοινόω
    communicate: fut ind act 3rd sg
    ἀ̱νακοινώσει, ἀνακοινόω
    communicate: futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
    ἀ̱νακοινώσει, ἀνακοινόω
    communicate: futperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
    ἀνακοινόω
    communicate: aor subj act 3rd sg (epic)
    ἀνακοινόω
    communicate: fut ind mid 2nd sg
    ἀνακοινόω
    communicate: fut ind act 3rd sg

    Morphologia Graeca > ἀνακοινώσει

См. также в других словарях:

  • ἀνακοινώσει — ἀνακοίνωσις communication fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀνακοινώσεϊ , ἀνακοίνωσις communication fem dat sg (epic) ἀνακοίνωσις communication fem dat sg (attic ionic) ἀνακοινόω communicate aor subj act 3rd sg (epic) ἀνακοινόω communicate fut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανεκμυστήρευτος — η, ο εκείνος τον οποίο δεν έχει ακόμη ή δεν πρέπει να εκμυστηρευθεί, να ανακοινώσει εμπιστευτικά κάποιος …   Dictionary of Greek

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ανατολική Ρωμυλία — Περιοχή (35.000 τ. χλμ.) της βόρειας Θράκης μεταξύ Αίμου, Ροδόπης και Εύξεινου Πόντου, που ανήκει στη Βουλγαρία. Με απόφαση της συνθήκης του Βερολίνου (1878) η Βουλγαρία διχοτομήθηκε με τη γραμμή του Αίμου και ο όρος Νότια Βουλγαρία… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Βοσνία-Ερζεγοβίνη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο, που προέκυψε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.Συνορεύει Β και Δ με την Κροατία και Α και Ν με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία.Το κράτος της Β. Ε. έχει μικρή διέξοδο στην Αδριατική Θάλασσα. Τα… …   Dictionary of Greek

  • Δαλμάτιος ή Δαλμάτος — (τέλη 4oυ – αρχές 5oυ αι. μ.Χ.). Όσιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Διετέλεσε ηγούμενος της μονής των Δαλμάτων στην Κωνσταντινούπολη και αγωνίστηκε στη διάρκεια της νεστοριανής έριδας υπέρ του Κύριλλου, πατριάρχη Αλεξανδρείας. Ο Δ. καταγόταν… …   Dictionary of Greek

  • Δαμώ — (5ος αι. π.Χ.). Κόρη του Πυθαγόρα. Πριν πεθάνει, ο σοφός της εμπιστεύτηκε σημειώσεις του, με την εντολή να μην τις ανακοινώσει σε κανέναν. Παρότι η Δ. ήταν πάμφτωχη και την παρακαλούσαν να τις πουλήσει, εκείνη τις κράτησε μυστικές, και όταν… …   Dictionary of Greek

  • Καμερούν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Καμερούν Έκταση: 475.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 16.184.748 (2002) Πρωτεύουσα: Γιαουντέ (1.154.400 κάτ. το 2002)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Στα Β οριοθετείται από τη λίμνη Τσαντ, στα Α συνορεύει με το Τσαντ και την… …   Dictionary of Greek

  • Κονγκό, Λαϊκή Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό Συμβατική ονομασία: Κονγκό Κινσάσα Παλαιότερη ονομασία: Βελγικό Κονγκό (1908 60) / Ζαΐρ (1971 98) Έκταση: 2.345.410 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.861.100 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Κινσάσα (6.541.300 κάτ. το… …   Dictionary of Greek

  • Λαβουαζιέ, Αντουάν Λοράν — (Antoine Laurent Lavoisier, Παρίσι 1743 – 1794). Γάλλος φυσικός και χημικός, θεμελιωτής της σύγχρονης χημείας. Γιος πλούσιου δικηγόρου, απέκτησε εξαίρετη μόρφωση και ιδίως μοναδική προπαρασκευή στη φυσική και στα μαθηματικά, η οποία επέδρασε πολύ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»