-
1 ἀνακογχυλιασμός
ἀνακογχῠλ-ιασμός, ὁ,A gargling, Ath.5.187a, Antyll. ap.Orib.5.28.3; and [suff] ἀνακογχῠλ-ιαστόν (sc. φάρμακον), τό, gargle, Pl.Com. 196.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνακογχυλιασμός
-
2 ἀνακογχυλισμός
ἀνακογχῠλ-ισμός, ὁ,A = -ιασμός, Aret.CA1.7, Orib.Fr.74.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνακογχυλισμός
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский