Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀνακλάσῃ

  • 1 ανακλάση

    ἀνακλάσηι, ἀνάκλασις
    a bending back: fem dat sg (epic)
    ἀνακλά̱σῃ, ἀνακλάω
    bend back: aor subj mid 2nd sg (doric aeolic)
    ἀνακλά̱σῃ, ἀνακλάω
    bend back: aor subj act 3rd sg (doric aeolic)
    ἀνακλά̱σῃ, ἀνακλάω
    bend back: fut ind mid 2nd sg (doric aeolic)
    ἀνακλάζω
    cry aloud: aor subj mid 2nd sg
    ἀνακλάζω
    cry aloud: aor subj act 3rd sg
    ἀνακλάζω
    cry aloud: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > ανακλάση

  • 2 ἀνακλάσῃ

    ἀνακλάσηι, ἀνάκλασις
    a bending back: fem dat sg (epic)
    ἀνακλά̱σῃ, ἀνακλάω
    bend back: aor subj mid 2nd sg (doric aeolic)
    ἀνακλά̱σῃ, ἀνακλάω
    bend back: aor subj act 3rd sg (doric aeolic)
    ἀνακλά̱σῃ, ἀνακλάω
    bend back: fut ind mid 2nd sg (doric aeolic)
    ἀνακλάζω
    cry aloud: aor subj mid 2nd sg
    ἀνακλάζω
    cry aloud: aor subj act 3rd sg
    ἀνακλάζω
    cry aloud: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > ἀνακλάσῃ

См. также в других словарях:

  • ανάκλαση — η 1. η προς τα πίσω κάμψη, αναδρομή: Η ανάκλαση του ήχου είναι φυσικό φαινόμενο. 2. (φυσιολ.), η άμεση αντίδραση του νευρικού συστήματος σε κάποιον ερεθισμό χωρίς τη συμμετοχή της βούλησης: Το μάτι αντιδρά στους ερεθισμούς συνήθως με ανάκλαση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανάκλαση — (Φυσ.).Φαινόμενο που προκαλεί την υπό ορισμένους νόμους εκτροπή μιας προσπίπτουσας ακτινοβολί ας (ειδικότερα του φωτός) από τη διαχωριστική επιφάνεια δύο υλικών με διαφορετικές οπτικέςιδιότητες. Η α. μπορεί να γίνεται περισσότερο ή λιγότερο… …   Dictionary of Greek

  • ἀνακλάσῃ — ἀνακλάσηι , ἀνάκλασις a bending back fem dat sg (epic) ἀνακλά̱σῃ , ἀνακλάω bend back aor subj mid 2nd sg (doric aeolic) ἀνακλά̱σῃ , ἀνακλάω bend back aor subj act 3rd sg (doric aeolic) ἀνακλά̱σῃ , ἀνακλάω bend back fut ind mid 2nd sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… …   Dictionary of Greek

  • οπτική — Κλάδος της φυσικής, ο οποίος μελετά τα φωτεινά φαινόμενα, με σκοπό να ερευνήσει τη φύση τους και να περιγράψει τις εφαρμογές τους. Σήμερα είναι γενικά παραδεκτό ότι το φως συνίσταται από ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες μήκους κύματος μεταξύ 0,4… …   Dictionary of Greek

  • ουράνιο τόξο ή ίρίδα — Οπτικό φαινόμενο, που οφείλεται στην ανάκλαση, διάθλαση και ανάλυση του ηλιακού φωτός από τις αιωρούμενες στην ατμόσφαιρα υδροσταγόνες της βροχής. Το φαινόμενο εκδηλώνεται με την εμφάνιση ομοκεντρικών κυκλικών τόξων, τα οποία έχουν τα χρώματα του …   Dictionary of Greek

  • αντήχηση — Το φαινόμενο της ενίσχυσης του ήχου ο οποίος παράγεται μέσα σε έναν σχετικά περιορισμένο χώρο, εξαιτίας της συμβολής των ανακλώμενων κυμάνσεων. Για να συμβεί το φαινόμενο αυτό της α., πρέπει να υπάρχει μεταξύ των πηγών του ήχου και του εμποδίου… …   Dictionary of Greek

  • ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… …   Dictionary of Greek

  • αντιλάρισμα — το το αντιφέγγισμα, η τρεμάμενη ανάκλαση της φλόγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιλαρός «λαμπερός» (γι αυτό και η γραφή με ι ). Ο Στ. Αλεξίου συσχετίζει περαιτέρω τη λ. εξηγώντας έτσι τη σημασία «η κοκκινωπή τρεμάμενη λάμψη και αντανάκλαση της φλόγας».… …   Dictionary of Greek

  • είδωλο — Ομοίωμα θεότητας, το οποίο γίνεται αντικείμενο λατρείας. Στην ιστορία των θρησκειών ο όρος αυτός προσέλαβε ιδιαίτερη σημασία για να υποδηλώσει τα λατρευτικά αντικείμενα κάθε πολυθεϊστικής θρησκείας. Η έννοια αυτή, που αργότερα έγινε παραδεκτή και …   Dictionary of Greek

  • ηχώ — Φαινόμενο ανάκλασης του ήχου, κατά το οποίο ένας ήχος ακούγεται επαναλαμβανόμενος ακόμα και πολλές φορές –ολόκληρος ή ένα μέρος του– ορισμένο χρόνο μετά τη στιγμή της εκπομπής του. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται όταν o ήχος –ο οποίος διαδίδεται… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»