Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀνακηρύξῃ

  • 1 ανακηρύξη

    ἀνακηρύξηι, ἀνακήρυξις
    proclamation: fem dat sg (epic)
    ἀνακηρύσσω
    proclaim by voice of herald: aor subj mid 2nd sg
    ἀνακηρύσσω
    proclaim by voice of herald: aor subj act 3rd sg
    ἀνακηρύσσω
    proclaim by voice of herald: fut ind mid 2nd sg
    ἀ̱νακηρύξῃ, ἀνακηρύσσω
    proclaim by voice of herald: futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
    ἀ̱νακηρύξῃ, ἀνακηρύσσω
    proclaim by voice of herald: futperf ind mid 2nd sg (doric aeolic)
    ἀνακηρύ̱ξῃ, ἀνακηρύσσω
    proclaim by voice of herald: aor subj mid 2nd sg
    ἀνακηρύ̱ξῃ, ἀνακηρύσσω
    proclaim by voice of herald: aor subj act 3rd sg
    ἀνακηρύ̱ξῃ, ἀνακηρύσσω
    proclaim by voice of herald: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > ανακηρύξη

  • 2 ἀνακηρύξῃ

    ἀνακηρύξηι, ἀνακήρυξις
    proclamation: fem dat sg (epic)
    ἀνακηρύσσω
    proclaim by voice of herald: aor subj mid 2nd sg
    ἀνακηρύσσω
    proclaim by voice of herald: aor subj act 3rd sg
    ἀνακηρύσσω
    proclaim by voice of herald: fut ind mid 2nd sg
    ἀ̱νακηρύξῃ, ἀνακηρύσσω
    proclaim by voice of herald: futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
    ἀ̱νακηρύξῃ, ἀνακηρύσσω
    proclaim by voice of herald: futperf ind mid 2nd sg (doric aeolic)
    ἀνακηρύ̱ξῃ, ἀνακηρύσσω
    proclaim by voice of herald: aor subj mid 2nd sg
    ἀνακηρύ̱ξῃ, ἀνακηρύσσω
    proclaim by voice of herald: aor subj act 3rd sg
    ἀνακηρύ̱ξῃ, ἀνακηρύσσω
    proclaim by voice of herald: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > ἀνακηρύξῃ

  • 3 ανακήρυξη

    [-ϊς (-εως)] η провозглашение, объявление

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ανακήρυξη

  • 4 ανακήρυξη

    [анакирикси] ουσ θ провозглашение.

    Эллино-русский словарь > ανακήρυξη

  • 5 ανακήρυξη

    bildiri, ilan

    Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό > ανακήρυξη

См. также в других словарях:

  • ανακήρυξη — η επίσημη αναγόρευση: Μετά τις εκλογές γίνεται από τα πρωτοδικεία η ανακήρυξη εκείνων που πέτυχαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανακήρυξη — η (ΑΜ ἀνακήρυξις) [ἀνακηρύσσω] 1. επίσημη απονομή τίτλου, αναγόρευση 2. δημόσια γνωστοποίηση, ανακοίνωση, δημοσίευση …   Dictionary of Greek

  • ἀνακηρύξῃ — ἀνακηρύξηι , ἀνακήρυξις proclamation fem dat sg (epic) ἀνακηρύσσω proclaim by voice of herald aor subj mid 2nd sg ἀνακηρύσσω proclaim by voice of herald aor subj act 3rd sg ἀνακηρύσσω proclaim by voice of herald fut ind mid 2nd sg ἀ̱νακηρύξῃ ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Τυνησία — I Τυνησία Κράτος της βόρειας Αφρικής. Βρέχεται στα βόρεια και στα ανατολικά από τη Mεσόγειο, και συνορεύει στα δυτικά με την Aλγερία και στα νότια με τη Λιβύη.Tο έδαφος της Tυνησίας περιλαμβάνει το τμήμα εκείνο της Σαχάρας που εκτείνεται στα… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Λιβύη — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουνίου. II Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Έπαφου, βασιλιά της Αιγύπτου. Έπειτα από δεσμό της με τον Ποσειδώνα απέκτησε τον Λέλεγα,… …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Κονγκό, Λαϊκή Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό Συμβατική ονομασία: Κονγκό Κινσάσα Παλαιότερη ονομασία: Βελγικό Κονγκό (1908 60) / Ζαΐρ (1971 98) Έκταση: 2.345.410 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.861.100 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Κινσάσα (6.541.300 κάτ. το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»