-
1 ανακαμψιπνοος
См. также в других словарях:
ανακαμψίπνοος — ἀνακαμψίπνοος (ἄνεμος), ο (Α) είδος ανεμοστρόβιλου, άνεμος που, ενώ πνέει προς μία κατεύθυνση, γυρίζει και πνέει αντίθετα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάκαμψις + πνοος < πνέω] … Dictionary of Greek
ανάκαμψη — η (Α ἀνάκαμψις) 1. κάμψη, στροφή, λύγισμα προς τα πίσω ή προς τα επάνω νεοελλ. 1. επιστροφή, επάνοδος 2. παράκαμψη 3. γυμναστική άσκηση, κατά την οποία ο γυμναζόμενος κάμπτει τους βραχίονες προς τα πλάγια και τοποθετεί τις παλάμες στον αυχένα… … Dictionary of Greek
ԹԻՒՐԱՇՈՒՆՉ — ( ) NBH 1 0813 Chronological Sequence: 6c ա. ἁνακαμψίπνοος reflexos flatus habens Թիւր շնչօղ պտուտկելով. ... *Ի հողմոցն ոմանք ուղղաշունչք են ... եւ ոմանք թիւրաշունչք, որպէս կեկիաս. Արիստ. աշխ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)