-
1 ανακαλώ
ἀνακαλέωcall up: pres subj act 1st sg (attic epic doric)ἀνακαλέωcall up: pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)ἀνακαλέωcall up: fut ind act 1st sg (attic epic doric)ἀνακαλέωcall up: pres subj act 1st sg (attic epic doric)ἀνακαλέωcall up: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
2 ἀνακαλῶ
ἀνακαλέωcall up: pres subj act 1st sg (attic epic doric)ἀνακαλέωcall up: pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)ἀνακαλέωcall up: fut ind act 1st sg (attic epic doric)ἀνακαλέωcall up: pres subj act 1st sg (attic epic doric)ἀνακαλέωcall up: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
3 ανακαλώ
(ε) (αόρ. ανεκάλεσα, παθ. αόρ. ανεκλήθην) μετ.1) отзывать;ανακαλώ τον πρεσβευτήν — отзывать посла;
2) отменять, аннулировать; брать назад (обещание);3) вызывать (на сцену);§ ανακαλώ στην τάξη — призывать к порядку
-
4 ανακαλώ
reaktivieren [Staatsdiener, Reservisten] -
5 ανακαλώ
[анакало] ρ отзывать, звать назад, отменять. -
6 ανακαλώ
geri çağırmak -
7 ανακαλώ
1) accumuler2) acoustique3) annuler -
8 ανακαλώ
1) anulować czas.2) skasować czas.3) unieważniać czas.4) unieważnić czas. -
9 ανακαλώ
1) anulovat2) odvolat3) stornovat4) zrušit -
10 ανακαλώ
1) annul2) repeal3) revokeΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ανακαλώ
-
11 τάξη
[-ις (-εως)] η1) порядок;σε αλφαβητική τάξη — по алфавиту, в алфавитном порядке;
ανακαλώ εις την τάξιν — призывать к порядку;
βάζω τάξη — наводить порядок;
βάζω σε τάξη — приводить в порядок;
ολα (είναι) εν τάξει — всё в порядке;
έλλειψη τάξης — анархия, беспорядок;
2) (общественный) класс; сословие;η εργατική τάξη — рабочий класс;
ιθύνουσα τάξη — правящий класс;
πάλη των τάξεων — классовая борьба;
κυρίαρχη (άρχουσα) τάξη — господствующий класс;
τρίτη τάξη — третье сословие;
τάξτών μικροαστών — мещанское сословие;
3) ряды, строй;πυκνή τάξη — сплочённые ряды;
στίς τάξεις τού στρατού — в (рядах) армии;
τον διαγράφω απ' τίς τάξεις — исключать кого-л. из рядов (партии, армии и т. п.);
4) биол отряд, класс;5) разряд; класс; тип;πρώτης τάξς — или πρώτης τάξέως — первокласный;
6) класс (в школе1);μένω στην ίδια τάξη — оставаться на второй год;
προβιβάζομαι στην δεύτερη τάξη — переходить во второй класс;
7) физиол, месячные, менструация;§ εν τάξει — ладно, согласен
См. также в других словарях:
ανακαλώ — ανακαλώ, ανακάλεσα βλ. πίν. 76 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανακαλώ — ( έω) (Α ἀνακαλῶ) Ι. ενεργ. 1. καλώ μεγαλόφωνα, προσκαλώ (στα αρχ. και το μέσ.) 2. καλώ, διατάσσω κάποιον να επιστρέψει, επαναφέρω (στα αρχ. κυρίως μέσ.) ΙΙ. μέσ. 1. επικαλούμαι (τον Θεό ή κάποιον άγιο) (στα αρχ. και ενεργ.) 2. κλαίω, θρηνώ… … Dictionary of Greek
ανακαλώ — κάλεσα, καλέστηκα, καλεσμένος 1. καλώ κάποιον να γυρίσει: Η Γαλλία ανακάλεσε τον πρεσβευτή της. 2. αποσύρω, ακυρώνω: Η τράπεζα ανακάλεσε την απόφαση για πρόσληψη νέων υπαλλήλων. 3. φρ., «Aνακαλώ στην τάξη», κάνω παρατηρήσεις σε κάποιον που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνακαλῶ — ἀνακαλέω call up pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀνακαλέω call up pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀνακαλέω call up fut ind act 1st sg (attic epic doric) ἀνακαλέω call up pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀνακαλέω call… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανακάλεμα — και κάλεσμα ή κάλημα, το 1. το να καλεί κανείς κάποιον μεγαλόφωνα, φωναχτά 2. αναγγελία, διακήρυξη 3. θρήνος, οδυρμός, μοιρολόι 4. επίκληση όρκου, υποσχέσεως ή ομολογίας 5. ανάμνηση, αναπόληση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανακάλεμα < ανακαλώ. Οι τ.… … Dictionary of Greek
μνημονεύω — (ΑΜ μνημονεύω, ΜΝ και μνημονεύγω και μνημονεύκω) [μνήμων] 1. διατηρώ ή ανακαλώ στη μνήμη μου, σκέπτομαι κάποιον ή κάτι («ἦ μνημονεύεις οὖν ἅ σοι παρῄνεσα;», Σοφ.) 2. ανακαλώ στη μνήμη κάποιου, αναφέρω σε κάποιον κάτι, υπενθυμίζω («ἀληθῆ μέντοι… … Dictionary of Greek
προσανανεούμαι — όομαι, Α ανακαλώ κάτι εκ νέου στη μνήμη μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀνανεῶ, οῦμαι «ανακαλώ στη μνήμη μου, ξαναζωντανεύω»] … Dictionary of Greek
αίρω — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * (Α αἴρω και ποιητ. ἀείρω) 1. σηκώνω, υψώνω 2. σηκώνω κάτι και τό κρατώ… … Dictionary of Greek
ακυρώνω — (Α ἀκυρῶ, όω) κάνω κάτι άκυρο, καταργώ, ανακαλώ αρχ. 1. θέτω κάτι σε αχρηστία, αθετώ 2. κάνω κάτι ανίσχυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άκυρος. ΠΑΡ. αρχ. ἀκύρωσις, νεοελλ. ακυρώσιμος, ακυρωτικός] … Dictionary of Greek
αλλάζω — (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω) Ι. (μτβ.) 1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ 2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή 3. αντικαθιστώ,… … Dictionary of Greek
ανάκληση — Νέα πρόσκληση κάποιου· επαναφορά ενός προσώπου στη θέση του. Στη θεατρική ορολογία, α. λέγεται το έντονο χειροκρότημα των θεατών στο τέλος θεατρικής παράστασης, που καλεί στην επανεμφάνιση πάνω στη σκηνή ενός ηθοποιού ή του θιάσου ή του συγγραφέα … Dictionary of Greek