-
1 ανακαλυπτω
1) снимать покров, обнажать, открывать(τι Plut.)
βλεφάρων μέ ἀνακαλυφθέντων Arst. — не поднимая век;ἀ. τι πρός τινα Polyb. — открыть (рассказать) что-л. кому-л.;ἀ. λόγους Eur. — говорить откровенно2) снимать с себя покров, открывать лицо Eur., med. Xen. -
2 ἀνακαλύπτω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀνακαλύπτω
-
3 ανακαλύπτω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ανακαλύπτω
-
4 ανακαλύπτω
(αόρ. ανεκάλυψα) μετ.1) открывать, делать открытие, изобретать; 2) вскрывать, раскрывать, обнаруживать -
5 ἀνακαλύπτω
снимать покров, открывать, обнажать; LXX: (גּלה).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀνακαλύπτω
-
6 ανακαλύπτω
[анакалипто] ρ обнаруживать, открывать. -
7 στόχος
ο цель; мишень (тж. перен.);απομονωμένος στόχος — одиночная цель;
εμφανιζόμενος στόχος — появляющаяся цель;
επί-γειος στόχος — наземная цель;
κινητός ( — или κινούμενος) στόχος — движущаяся цель;
σταθερός στόχος — неподвижная цель;
ανακαλύπτω ( — или αποκαλύπτω) στόχο — обнаруживать цель;
εντοπίζω ( — или επισημαίνω) στόχρ — засекать цель;
καταστρέφω ( — или προσβάλλω) στόχο — поражать цель;
αναχαιτίζω στόχο — перехватывать цель;
πετυχαίνω ( — или βρίσκω) το στόχος — а) попадать в цель; — б) находить слабое место;
χτυπώ στο στόχο — бить в цель, по цели; — бить по мишени;
προσηλωμένος στο στόχο — целеустремлённо
-
8 αποκάλυψη
αποκάλυψη η1) откровение Бога людям через Свои деяния;2) Апокалипсис – последняя книга Нового Завета, Откровение Иоанна БогословаЭтим.< дргр. ανακαλύπτω «снимать покров, обнажать, открывать» -
9 343
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 343
См. также в других словарях:
ἀνακαλύπτω — uncover pres subj act 1st sg ἀνακαλύπτω uncover pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανακαλύπτω — ανακαλύπτω, ανακάλυψα βλ. πίν. 11 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανακαλύπτω — (Α ἀνακαλύπτω) νεοελλ. 1. βρίσκω κάτι μετά από αναζήτηση ή έρευνα 2. βρίσκω, γνωρίζω κάτι που προϋπήρχε, αλλά ήταν άγνωστο μέχρι τώρα 3. βρίσκω κάτι διαφορετικό ή παρεμφερές με το ήδη γνωστό αρχ. 1. ξεσκεπάζω, φανερώνω 2. αφαιρώ το κάλυμμα,… … Dictionary of Greek
ανακαλύπτω — κάλυψα, καλύφτηκα, καλυμμένος 1. αποκαλύπτω, φανερώνω: Λέγεται ότι ανακαλύφτηκαν οι δράστες της μεγάλης κλοπής χρυσαφικών. 2. βρίσκω κάτι που προϋπήρχε, αλλά ήταν άγνωστο ως τότε: Ο Κολόμβος ανακάλυψε την Αμερική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνακαλύπτεσθε — ἀνακαλύπτω uncover pres imperat mp 2nd pl ἀνακαλύπτω uncover pres ind mp 2nd pl ἀνακαλύπτω uncover imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακαλύπτετε — ἀνακαλύπτω uncover pres imperat act 2nd pl ἀνακαλύπτω uncover pres ind act 2nd pl ἀνακαλύπτω uncover imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακαλύπτῃ — ἀνακαλύπτω uncover pres subj mp 2nd sg ἀνακαλύπτω uncover pres ind mp 2nd sg ἀνακαλύπτω uncover pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακαλύψει — ἀνακαλύπτω uncover aor subj act 3rd sg (epic) ἀνακαλύπτω uncover fut ind mid 2nd sg ἀνακαλύπτω uncover fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακαλύψουσι — ἀνακαλύπτω uncover aor subj act 3rd pl (epic) ἀνακαλύπτω uncover fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀνακαλύπτω uncover fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακαλύψουσιν — ἀνακαλύπτω uncover aor subj act 3rd pl (epic) ἀνακαλύπτω uncover fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀνακαλύπτω uncover fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακαλύψω — ἀνακαλύπτω uncover aor subj act 1st sg ἀνακαλύπτω uncover fut ind act 1st sg ἀνακαλύπτω uncover aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)