Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἀναισίμωμα

См. также в других словарях:

  • αναισίμωμα — ἀναισίμωμα, το (Α) [ἀναισιμῶ] αυτό που καταναλίσκεται, που ξοδεύεται, η δαπάνη …   Dictionary of Greek

  • ἀναισίμωμα — that which is used up neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναισιμωμάτων — ἀναισίμωμα that which is used up neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναισιμώματα — ἀναισίμωμα that which is used up neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»