-
1 αναισιμωμα
См. также в других словарях:
αναισίμωμα — ἀναισίμωμα, το (Α) [ἀναισιμῶ] αυτό που καταναλίσκεται, που ξοδεύεται, η δαπάνη … Dictionary of Greek
ἀναισίμωμα — that which is used up neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναισιμωμάτων — ἀναισίμωμα that which is used up neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναισιμώματα — ἀναισίμωμα that which is used up neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)