Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀναιροῦν

  • 1 αναιρούν

    ἀναιρέω
    take up: pres part act masc voc sg (attic epic doric)
    ἀναιρέω
    take up: pres part act neut nom /voc /acc sg (attic epic doric)
    ἀναιρέω
    take up: pres part act masc voc sg (attic epic doric)
    ἀναιρέω
    take up: pres part act neut nom /voc /acc sg (attic epic doric)
    ἀναῑροῦν, ἀνιερόω
    dedicate: pres part act masc voc sg (ionic)
    ἀναῑροῦν, ἀνιερόω
    dedicate: pres part act neut nom /voc /acc sg (ionic)
    ἀναῑροῦν, ἀνιερόω
    dedicate: pres inf act (epic doric ionic)

    Morphologia Graeca > αναιρούν

  • 2 ἀναιροῦν

    ἀναιρέω
    take up: pres part act masc voc sg (attic epic doric)
    ἀναιρέω
    take up: pres part act neut nom /voc /acc sg (attic epic doric)
    ἀναιρέω
    take up: pres part act masc voc sg (attic epic doric)
    ἀναιρέω
    take up: pres part act neut nom /voc /acc sg (attic epic doric)
    ἀναῑροῦν, ἀνιερόω
    dedicate: pres part act masc voc sg (ionic)
    ἀναῑροῦν, ἀνιερόω
    dedicate: pres part act neut nom /voc /acc sg (ionic)
    ἀναῑροῦν, ἀνιερόω
    dedicate: pres inf act (epic doric ionic)

    Morphologia Graeca > ἀναιροῦν

См. также в других словарях:

  • ἀναιροῦν — ἀναιρέω take up pres part act masc voc sg (attic epic doric) ἀναιρέω take up pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric) ἀναιρέω take up pres part act masc voc sg (attic epic doric) ἀναιρέω take up pres part act neut nom/voc/acc sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ή — (I) και γη (AM ἤ, Μ και γή, Α επικ. τ. ἠέ) Ι. (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. συνδέει δύο ή περισσότερες λέξεις ή προτάσεις τών οποίων οι έννοιες αναιρούν η μία την άλλη (α. «εγώ ή εκείνος» β. «ἐγώ... ἤ ἄλλος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. επαναλαμβανόμενο ή …   Dictionary of Greek

  • βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… …   Dictionary of Greek

  • φυλετικός — ή, ό / φυλετικός, ή, όν, ΝΑ [φυλέτης] νεοελλ. 1. αυτός που αναφέρεται στις σχέσεις μεταξύ τών φυλών, τών εθνοτήτων (α. «φυλετικό μίσος» β. «φυλετικές συγκρούσεις στην περιοχή») 2. αυτός που αφορά το φύλο, σεξουαλικός 3. φρ. α) «φυλετικά κύτταρα»… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»