-
1 αναιρετικως
в отрицательном значении, отрицательно Diog.L.
См. также в других словарях:
ἀναιρετικῶς — ἀναιρετικός destructive adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αναιρετικως
ἀναιρετικῶς — ἀναιρετικός destructive adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)