-
1 αναθυμιαομαι
1) испаряться(τὸ ὑγρὸν ἀναθυμιώμενον Arst.; ὅ ἐκ τῆς γῆς ἀναθυμιώμενος ἀήρ Plut.)
2) выделять испарения, куриться(ἥ γῆ ξηραινομένη ἀναθυμιᾶται Arst.)
3) подниматься(τὸ ἀναθυμιώμενον πῦρ Arst.; ὅ ἀναθυμιώμενος καπνός Luc.; перен. μῖσος ἀναθυμιᾶται Polyb.)
4) поднимать испарения(ἐκ τῆς θαλάττης Arst.)
5) выдыхаться(οἶνος ἀναθυμιαθείς Plut.)
-
2 συναναθυμιαομαι