-
1 αναθυμιάματος
-
2 ἀναθυμιάματος
См. также в других словарях:
ἀναθυμιάματος — ἀναθυμίαμα result of exhalation neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αναθυμιάματος
2 ἀναθυμιάματος
ἀναθυμιάματος — ἀναθυμίαμα result of exhalation neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)