-
1 αναθερμαίνηται
-
2 ἀναθερμαίνηται
См. также в других словарях:
ἀναθερμαίνηται — ἀναθερμαίνω warm up pres subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευημερία — η (ΑΜ εὐημερία, Α και δωρ. τ. εὐαμερία) [ευήμερος] αφθονία αγαθών, ευπορία (α. «ἕξεις εὐημερίαν βίου», Ευρ. β. «οικονομική ευημερία») μσν. αρχ. στρατιωτική επιτυχία («ἕως ἄν ἡμῑν καὶ ὑμῑν οἱ θεοὶ διδῶσιν τὴν εὐημερίαν», Πολ.) μσν. 1. εύνοια 2.… … Dictionary of Greek