-
1 αναθεματικά
ἀναθεματικόςCultes Égyptiens: neut nom /voc /acc plἀναθεματικά̱, ἀναθεματικόςCultes Égyptiens: fem nom /voc /acc dualἀναθεματικά̱, ἀναθεματικόςCultes Égyptiens: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 ἀναθεματικά
ἀναθεματικόςCultes Égyptiens: neut nom /voc /acc plἀναθεματικά̱, ἀναθεματικόςCultes Égyptiens: fem nom /voc /acc dualἀναθεματικά̱, ἀναθεματικόςCultes Égyptiens: fem nom /voc sg (doric aeolic)
См. также в других словарях:
ἀναθεματικά — ἀναθεματικός Cultes Égyptiens neut nom/voc/acc pl ἀναθεματικά̱ , ἀναθεματικός Cultes Égyptiens fem nom/voc/acc dual ἀναθεματικά̱ , ἀναθεματικός Cultes Égyptiens fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)