-
1 αναδερκομαι
-
2 ανεδρακον
См. также в других словарях:
αναδέρκομαι — ἀναδέρκομαι (αποθ.) (Α) 1. βλέπω προς τα επάνω 2. (ο ενεργ. αόρ. β στη φρ.) «ἀνέδρακεν ὀφθαλμοῑσιν», γι’αυτόν που συνέρχεται από λιποθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + δέρκομαι] … Dictionary of Greek
ἀναδέδορκεν — ἀναδέρκομαι look up perf ind act 3rd sg ἀναδέρκομαι look up plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνέδρακεν — ἀναδέρκομαι look up aor ind act 3rd sg ἀναδέρκομαι look up aor ind pass 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέρκομαι — και δερκιάομαι (Α) 1. βλέπω καθαρά 2. βλέπω, παρατηρώ κάποιον ή κάτι («...δερκομένοισι Τρῶας» ενώ παρατηρούσαν τους Τρώες) 3. διακρίνω, αισθάνομαι («κτύπον δέδορκα») 4. (για την Τύχη) προσβλέπω με εύνοια, ρίχνω ευνοϊκή ματιά 5. (για το φως)… … Dictionary of Greek