Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀναδικάζω

См. также в других словарях:

  • αναδικάζω — (Α ἀναδικάζω) (νεοελλ. στην ενεργ., αρχ. στη μέσ.) επαναλαμβάνω δίκη μετά την αναίρεση τής πρώτης αποφάσεως, ξαναδικάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + δικάζω. ΠΑΡ. νεοελλ. αναδίκαση] …   Dictionary of Greek

  • ἀναδικάζεσθαι — ἀναδικάζω decide again pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναδικάζοιεν — ἀναδικάζω decide again pres opt act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναδικάσασθαι — ἀναδικάζω decide again aor inf mid …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναδικάσαι — ἀναδικά̱σᾱͅ , ἀναδικάζω decide again fut part act fem dat sg (doric) ἀναδικάζω decide again aor inf act ἀναδικάσαῑ , ἀναδικάζω decide again aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναδίκαση — η επανάληψη, αναθεώρηση τής δίκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναδικάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • δικάζω — (AM δικάζω) 1. κρίνω, αποφασίζω ως δικαστής ή ένορκος για την ενοχή κάποιου 2. κρίνω ως δικαστής τις διαφορές, αποφασίζω για κάτι που αμφισβητείται 3. εκδίδω καταδικαστική απόφαση, ορίζω ποινή μσν. μέσ. 1. λογομαχώ, διαφωνώ 2. συζητώ 3. σκέφτομαι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»