-
1 αναγνωριζω
1) вновь узнавать, опознавать(τινά Plat.)
2) узнавать, знакомиться(τι Arst.)
3) знакомитьἀναγνωρίσας τινἀς Arst. — открывшись или назвав себя некоторым (людям)
-
2 αναγνωρίζω
μετ.1) узнавать; опознавать; 2) признавать;αναγνωρίζω τα λάθη (την ενοχή) μου — признавать свои ошибки (свою вину);
3) разведывать;1) — быть опознанным;αναγνωρίζομαι
2) получать признание -
3 αναγνωρίζω
[анагноризо] ρ признавать, узнавать. -
4 ενοχή
η1) вина, виновность;αρνούμαι (αναγνωρίζω) την ενοχή μου — отрицать (признавать) свою вину;
2) юр. обязательство
См. также в других словарях:
ἀναγνωρίζω — recognize pres subj act 1st sg ἀναγνωρίζω recognize pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναγνωρίζω — αναγνωρίζω, αναγνώρισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αναγνωρίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος 1. γνωρίζω πάλι κάποιον ή κάτι που γνώρισα πρωτύτερα: Άλλαξες πολύ, κόντεψε να μη σε αναγνωρίσω. 2. παραδέχομαι κάτι ως αληθινό, έγκυρο: Αναγνωρίζω την υπογραφή μου. 3. δε λησμονώ, δεν αρνούμαι: Αναγνωρίζω το ενδιαφέρον σου… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναγνωρίζω — (Α ἀναγνωρίζω) γνωρίζω εκ νέου κάποιον ή κάτι που μού ήταν γνωστό προηγουμένως, ξαναφέρνω στη μνήμη μου, θυμάμαι νεοελλ. 1. δέχομαι κάτι ως πραγματικό, ομολογώ, παραδέχομαι, αποδέχομαι, εκτιμώ 2. θεωρώ κάτι έγκυρο 3. (μτχ. παθ. πρκμ.)… … Dictionary of Greek
ἀναγνωρίσατε — ἀναγνωρίζω recognize aor imperat act 2nd pl ἀ̱ναγνωρίσατε , ἀναγνωρίζω recognize aor ind act 2nd pl (doric aeolic) ἀναγνωρίζω recognize aor ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγνωριεῖ — ἀναγνωρίζω recognize fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀναγνωρίζω recognize fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγνωριζόμενον — ἀναγνωρίζω recognize pres part mp masc acc sg ἀναγνωρίζω recognize pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγνωριζόντων — ἀναγνωρίζω recognize pres part act masc/neut gen pl ἀναγνωρίζω recognize pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγνωρισάντων — ἀναγνωρίζω recognize aor part act masc/neut gen pl ἀναγνωρίζω recognize aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγνωρίζει — ἀναγνωρίζω recognize pres ind mp 2nd sg ἀναγνωρίζω recognize pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγνωρίζοντα — ἀναγνωρίζω recognize pres part act neut nom/voc/acc pl ἀναγνωρίζω recognize pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)