Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀναγκαῖος

  • 101 αναγκαιότερα

    ἀναγκαῑότερα, ἀναγκαῖος
    of: neut nom /voc /acc comp pl
    ἀναγκαῑότερα, ἀναγκαῖος
    of: neut nom /voc /acc comp pl

    Morphologia Graeca > αναγκαιότερα

  • 102 ἀναγκαιότερα

    ἀναγκαῑότερα, ἀναγκαῖος
    of: neut nom /voc /acc comp pl
    ἀναγκαῑότερα, ἀναγκαῖος
    of: neut nom /voc /acc comp pl

    Morphologia Graeca > ἀναγκαιότερα

  • 103 αναγκαιότεραι

    ἀναγκαῑότεραι, ἀναγκαῖος
    of: fem nom /voc comp pl
    ἀναγκαῑότεραι, ἀναγκαῖος
    of: fem nom /voc comp pl

    Morphologia Graeca > αναγκαιότεραι

  • 104 ἀναγκαιότεραι

    ἀναγκαῑότεραι, ἀναγκαῖος
    of: fem nom /voc comp pl
    ἀναγκαῑότεραι, ἀναγκαῖος
    of: fem nom /voc comp pl

    Morphologia Graeca > ἀναγκαιότεραι

  • 105 αναγκαιότεροι

    ἀναγκαῑότεροι, ἀναγκαῖος
    of: masc nom /voc comp pl
    ἀναγκαῑότεροι, ἀναγκαῖος
    of: masc nom /voc comp pl

    Morphologia Graeca > αναγκαιότεροι

  • 106 ἀναγκαιότεροι

    ἀναγκαῑότεροι, ἀναγκαῖος
    of: masc nom /voc comp pl
    ἀναγκαῑότεροι, ἀναγκαῖος
    of: masc nom /voc comp pl

    Morphologia Graeca > ἀναγκαιότεροι

  • 107 αναγκαιότερος

    ἀναγκαῑότερος, ἀναγκαῖος
    of: masc nom comp sg
    ἀναγκαῑότερος, ἀναγκαῖος
    of: masc nom comp sg

    Morphologia Graeca > αναγκαιότερος

  • 108 ἀναγκαιότερος

    ἀναγκαῑότερος, ἀναγκαῖος
    of: masc nom comp sg
    ἀναγκαῑότερος, ἀναγκαῖος
    of: masc nom comp sg

    Morphologia Graeca > ἀναγκαιότερος

  • 109 αναγκαίας

    ἀναγκαίᾱς, ἀνάγκη
    force: fem acc pl (epic ionic)
    ἀναγκαίᾱς, ἀνάγκη
    force: fem gen sg (attic epic doric ionic aeolic)
    ἀναγκαίᾱς, ἀναγκαίη
    fem acc pl
    ἀναγκαίᾱς, ἀναγκαίη
    fem gen sg (attic doric aeolic)
    ἀναγκαί̱ᾱς, ἀναγκαῖος
    of: fem acc pl
    ἀναγκαί̱ᾱς, ἀναγκαῖος
    of: fem gen sg (attic doric aeolic)

    Morphologia Graeca > αναγκαίας

  • 110 ἀναγκαίας

    ἀναγκαίᾱς, ἀνάγκη
    force: fem acc pl (epic ionic)
    ἀναγκαίᾱς, ἀνάγκη
    force: fem gen sg (attic epic doric ionic aeolic)
    ἀναγκαίᾱς, ἀναγκαίη
    fem acc pl
    ἀναγκαίᾱς, ἀναγκαίη
    fem gen sg (attic doric aeolic)
    ἀναγκαί̱ᾱς, ἀναγκαῖος
    of: fem acc pl
    ἀναγκαί̱ᾱς, ἀναγκαῖος
    of: fem gen sg (attic doric aeolic)

    Morphologia Graeca > ἀναγκαίας

  • 111 αναγκαίη

    ἀνάγκη
    force: fem nom /voc sg (epic ionic)
    ἀναγκαίη
    fem nom /voc sg (epic ionic)
    ἀναγκαί̱η, ἀναγκαῖος
    of: fem nom /voc sg (epic ionic)
    ——————
    ἀνάγκη
    force: fem dat sg (epic ionic)
    ἀναγκαίη
    fem dat sg (epic ionic)
    ἀναγκαί̱ῃ, ἀναγκαῖος
    of: fem dat sg (epic ionic)

    Morphologia Graeca > αναγκαίη

  • 112 αναγκαίης

    ἀνάγκη
    force: fem gen sg (epic ionic)
    ἀναγκαίη
    fem gen sg (epic ionic)
    ἀναγκαί̱ης, ἀναγκαῖος
    of: fem gen sg (epic ionic)
    ——————
    ἀνάγκη
    force: fem dat pl (epic ionic)
    ἀναγκαίη
    fem dat pl (epic ionic)
    ἀναγκαί̱ῃς, ἀναγκαῖος
    of: fem dat pl (epic ionic)

    Morphologia Graeca > αναγκαίης

  • 113 αναγκαίοιν

    ἀναγκαί̱οιν, ἀναγκαῖον
    place of constraint: neut gen /dat dual
    ἀναγκαί̱οιν, ἀναγκαῖος
    of: masc /neut gen /dat dual
    ἀναγκαί̱οιν, ἀναγκαῖος
    of: masc /fem /neut gen /dat dual

    Morphologia Graeca > αναγκαίοιν

  • 114 ἀναγκαίοιν

    ἀναγκαί̱οιν, ἀναγκαῖον
    place of constraint: neut gen /dat dual
    ἀναγκαί̱οιν, ἀναγκαῖος
    of: masc /neut gen /dat dual
    ἀναγκαί̱οιν, ἀναγκαῖος
    of: masc /fem /neut gen /dat dual

    Morphologia Graeca > ἀναγκαίοιν

  • 115 αναγκαίοιο

    ἀναγκαί̱οιο, ἀναγκαῖον
    place of constraint: neut gen sg (epic)
    ἀναγκαί̱οιο, ἀναγκαῖος
    of: masc /neut gen sg (epic)
    ἀναγκαί̱οιο, ἀναγκαῖος
    of: masc /fem /neut gen sg (epic)

    Morphologia Graeca > αναγκαίοιο

  • 116 ἀναγκαίοιο

    ἀναγκαί̱οιο, ἀναγκαῖον
    place of constraint: neut gen sg (epic)
    ἀναγκαί̱οιο, ἀναγκαῖος
    of: masc /neut gen sg (epic)
    ἀναγκαί̱οιο, ἀναγκαῖος
    of: masc /fem /neut gen sg (epic)

    Morphologia Graeca > ἀναγκαίοιο

  • 117 αναγκαίοις

    ἀναγκαί̱οις, ἀναγκαῖον
    place of constraint: neut dat pl
    ἀναγκαί̱οις, ἀναγκαῖος
    of: masc /neut dat pl
    ἀναγκαί̱οις, ἀναγκαῖος
    of: masc /fem /neut dat pl

    Morphologia Graeca > αναγκαίοις

  • 118 ἀναγκαίοις

    ἀναγκαί̱οις, ἀναγκαῖον
    place of constraint: neut dat pl
    ἀναγκαί̱οις, ἀναγκαῖος
    of: masc /neut dat pl
    ἀναγκαί̱οις, ἀναγκαῖος
    of: masc /fem /neut dat pl

    Morphologia Graeca > ἀναγκαίοις

  • 119 αναγκαίοισι

    ἀναγκαί̱οισι, ἀναγκαῖον
    place of constraint: neut dat pl (epic ionic aeolic)
    ἀναγκαί̱οισι, ἀναγκαῖος
    of: masc /neut dat pl (epic ionic aeolic)
    ἀναγκαί̱οισι, ἀναγκαῖος
    of: masc /fem /neut dat pl (epic ionic aeolic)

    Morphologia Graeca > αναγκαίοισι

  • 120 ἀναγκαίοισι

    ἀναγκαί̱οισι, ἀναγκαῖον
    place of constraint: neut dat pl (epic ionic aeolic)
    ἀναγκαί̱οισι, ἀναγκαῖος
    of: masc /neut dat pl (epic ionic aeolic)
    ἀναγκαί̱οισι, ἀναγκαῖος
    of: masc /fem /neut dat pl (epic ionic aeolic)

    Morphologia Graeca > ἀναγκαίοισι

См. также в других словарях:

  • ἀναγκαῖος — of masc nom sg ἀναγκαῖος of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναγκαίος — αία, αίο (ΑΜ ἀναγκαῑος, αῑα, αῑον και –αῑος, αῑον) 1. υποχρεωτικός, επιβαλλόμενος, αναγκαστικός, αναπόφευκτος 2. αυτός, τον οποίο χρειάζεται κανείς, ο απαραίτητος 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα αναγκαία α) τα απαραίτητα για τη ζωή, κυρίως η… …   Dictionary of Greek

  • αναγκαίος — α, ο επίρρ. α 1. αυτός που επιβάλλεται από την ανάγκη: Η εγχείρηση ήταν τώρα πια αναγκαία. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., τα αναγκαία τα πιο απαραίτητα για τη συντήρησή μας: Δεν έχει τα αναγκαία. 3. το ουδ. στον εν. ως ουσ., το αναγκαίο το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναγκαῖοι — ἀναγκαῖος of masc nom/voc pl ἀναγκαῖος of masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀναγκαιότατ' — ἀναγκαῑότατα , ἀναγκαῖος of adverbial superl ἀναγκαῑότατα , ἀναγκαῖος of neut nom/voc/acc superl pl ἀναγκαῑότατα , ἀναγκαῖος of adverbial superl ἀναγκαῑότατα , ἀναγκαῖος of neut nom/voc/acc superl pl ἀναγκαῑότατε , ἀναγκαῖος of masc voc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγκαιότερον — ἀναγκαῑότερον , ἀναγκαῖος of adverbial comp ἀναγκαῑότερον , ἀναγκαῖος of masc acc comp sg ἀναγκαῑότερον , ἀναγκαῖος of neut nom/voc/acc comp sg ἀναγκαῑότερον , ἀναγκαῖος of adverbial comp ἀναγκαῑότερον , ἀναγκαῖος of masc acc comp sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀναγκαῖ' — ἀναγκαῖαι , ἀνάγκη force fem nom/voc pl (epic ionic) ἀναγκαῖα , ἀναγκαῖον place of constraint neut nom/voc/acc pl ἀναγκαῖα , ἀναγκαῖος of neut nom/voc/acc pl ἀναγκαῖα , ἀναγκαῖος of neut nom/voc/acc pl ἀναγκαῖε , ἀναγκαῖος of masc voc sg ἀναγκαῖε …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγκαῖ' — ἀναγκαῖαι , ἀνάγκη force fem nom/voc pl (epic ionic) ἀναγκαῖα , ἀναγκαῖον place of constraint neut nom/voc/acc pl ἀναγκαῖα , ἀναγκαῖος of neut nom/voc/acc pl ἀναγκαῖα , ἀναγκαῖος of neut nom/voc/acc pl ἀναγκαῖε , ἀναγκαῖος of masc voc sg ἀναγκαῖε …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀναγκαῖον — ἀναγκαῖον , ἀναγκαῖον place of constraint neut nom/voc/acc sg ἀναγκαῖον , ἀναγκαῖος of masc acc sg ἀναγκαῖον , ἀναγκαῖος of neut nom/voc/acc sg ἀναγκαῖον , ἀναγκαῖος of masc/fem acc sg ἀναγκαῖον , ἀναγκαῖος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀναγκαιότατα — ἀναγκαῑότατα , ἀναγκαῖος of adverbial superl ἀναγκαῑότατα , ἀναγκαῖος of neut nom/voc/acc superl pl ἀναγκαῑότατα , ἀναγκαῖος of adverbial superl ἀναγκαῑότατα , ἀναγκαῖος of neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀναγκαῖον — ἀναγκαῖον , ἀναγκαῖον place of constraint neut nom/voc/acc sg ἀναγκαῖον , ἀναγκαῖος of masc acc sg ἀναγκαῖον , ἀναγκαῖος of neut nom/voc/acc sg ἀναγκαῖον , ἀναγκαῖος of masc/fem acc sg ἀναγκαῖον , ἀναγκαῖος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»