-
1 αναγκαιοτέρων
ἀναγκαῑοτέρων, ἀναγκαῖοςof: fem gen comp plἀναγκαῑοτέρων, ἀναγκαῖοςof: masc /neut gen comp plἀναγκαῑοτέρων, ἀναγκαῖοςof: fem gen comp plἀναγκαῑοτέρων, ἀναγκαῖοςof: masc /neut gen comp pl -
2 ἀναγκαιοτέρων
ἀναγκαῑοτέρων, ἀναγκαῖοςof: fem gen comp plἀναγκαῑοτέρων, ἀναγκαῖοςof: masc /neut gen comp plἀναγκαῑοτέρων, ἀναγκαῖοςof: fem gen comp plἀναγκαῑοτέρων, ἀναγκαῖοςof: masc /neut gen comp pl -
3 ἀποπίπτω
A fall off from,ἐκ πέτρης Od.24.7
;ἀπὸ τῶν φιαλέων Hdt. 3.130
; τοῦ κολεοῦ ἀ. ὁ μύκης ib.64, cf. Hecat.22 J.;ἀ. τῶν ἵππων
slip off,Plb.
11.21.3.2 abs., fall off,στιλπναὶ δ' ἀπέπιπτον ἔερσαι Il. 14.351
, cf. Th.4.4, Arist.HA 557b29.II miss or fail in obtaining,τῆς ἐλπίδος ἀ. Plb.9.7.1
;τἀγαθοῦ Procl.Inst.13
; fail to record, let slip,τῶν ἀναγκαιοτέρων D.S.13.84
: abs., to be disappointed, fail, Plb.4.36.5, UPZ70.27(ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποπίπτω
См. также в других словарях:
ἀναγκαιοτέρων — ἀναγκαῑοτέρων , ἀναγκαῖος of fem gen comp pl ἀναγκαῑοτέρων , ἀναγκαῖος of masc/neut gen comp pl ἀναγκαῑοτέρων , ἀναγκαῖος of fem gen comp pl ἀναγκαῑοτέρων , ἀναγκαῖος of masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)