-
1 αναγγελία
ἀναγγελίᾱ, ἀναγγελίαproclamation: fem nom /voc /acc dualἀναγγελίᾱ, ἀναγγελίαproclamation: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 ἀναγγελία
ἀναγγελίᾱ, ἀναγγελίαproclamation: fem nom /voc /acc dualἀναγγελίᾱ, ἀναγγελίαproclamation: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
3 ἀναγγελία
ἀναγγελία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναγγελία
-
4 αναγγελία
η извещение, уведомление -
5 ἀναγγελία
-
6 αναγγελία
ilan, duyuru, bildiri -
7 αναγγελία
annonce -
8 авизо
фин. η επιστολή ενημέρω-σης/ειδοποίησηςη αναγγελίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > авизо
-
9 αναγγελίαι
-
10 ἀναγγελίαι
-
11 анонс
фин. η αναγγελία, η αγγελία, η ανακοίνωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > анонс
-
12 дебет-нота
фин. η ειδοποίηση/αναγγελία χρέωσης του λογαριασμού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дебет-нота
-
13 извещение
η ειδοποίηση, η αναγγελία, η ανακοίνωση'получать - λαμβάνω την -, посылать - στέλνω την -сигнальное - (ж.-д) το σήμα (σιδηροδρομικό)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > извещение
-
14 оповещение
η αναγγελία, η ανακοίνωση, η ειδοποίηση, η γνωστοποίηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > оповещение
-
15 уведомление
η ειδοποίηση, η αναγγελία, η πληροφόρησηпосылать - αποστέλλω/στέλνω -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > уведомление
-
16 извещение
извещ||ениес1. (действие) ἡ ἀναγγελία, ἡ είδοποίηση [-ις]·2. (повестка) ἡ κλήση, ἡ κλήσις. -
17 notice
['nəutis] 1. noun1) (a written or printed statement to announce something publicly: He stuck a notice on the door, saying that he had gone home; They put a notice in the paper announcing the birth of their daughter.) αναγγελία,ανακοίνωση2) (attention: His skill attracted their notice; I'll bring the problem to his notice as soon as possible.) προσοχή3) (warning given especially before leaving a job or dismissing someone: Her employer gave her a month's notice; The cook gave in her notice; Please give notice of your intentions.) (προ)ειδοποίηση,προθεσμία(για παραίτηση ή απόλυση)2. verb(to see, observe, or keep in one's mind: I noticed a book on the table; He noticed her leave the room; Did he say that? I didn't notice.) παρατηρώ,αντιλαμβάνομαι,προσέχω- noticeably
- noticed
- notice-board
- at short notice
- take notice of -
18 провозглашение
-я ουδ.ανακήρυξη, αναγόρευση. || αναγγελία, ανακοίνωση• διακήρυξη. || έγερση πρόποσης. -
19 упреждение
-я ουδ. (παλ. κ. απλ.).1. ειδοποίηση, πληροφορία• αναγγελία.2. (για κινητό στόχο) σκόπευση λίγο μπροστά. -
20 bildiri
ανακοίνωση, αναγγελία, διάγγελμα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀναγγελία — ἀναγγελίᾱ , ἀναγγελία proclamation fem nom/voc/acc dual ἀναγγελίᾱ , ἀναγγελία proclamation fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναγγελία — η (Α ἀναγγελία) [ἀναγγέλλω] νεοελλ. 1. ανακοίνωση, γνωστοποίηση 2. αγγελτήριο γράμμα ή έντυπο αρχ. δημόσια ανακήρυξη ή προκήρυξη … Dictionary of Greek
αναγγελία — η είδηση, γνωστοποίηση: Δεν είχαν δώσει έγκαιρα στις εφημερίδες την αναγγελία του γάμου τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναγγελίαι — ἀναγγελίᾱͅ , ἀναγγελία proclamation fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγγελία — Όρος που συνηθίζεται περισσότερο στην καθημερινή γλώσσα παρά στη νομική ορολογία και αναφέρεται στη γνωστοποίηση στις αρμόδιες αστυνομικές ή εισαγγελικές αρχές, θεληματικά ή σύμφωνα με υποχρεωτικό από τον νόμο καθήκον, της διάπραξης ενός… … Dictionary of Greek
ανακοίνωση — Κοινοποίηση, γνωστοποίηση, αναγγελία, επίσημη μετάδοση πληροφορίας. Στη ρητορική, α. αποκαλείται ένα σχήμα με το οποίο ο ρήτορας προσποιείται ότι ζητάει τη συμβουλή των ακροατών του, του αντιδίκου ή των δικαστών (στο δικαστήριο). Αυτό γίνεται… … Dictionary of Greek
εισαγγελία — Θεσμός και κρατική αρχή, ανάμεσα στη διοίκηση και στην ποινική δικαιοσύνη. Ως θεσμός, είναι δημιούργημα των νεότερων χρόνων. Εμφανίστηκε τον 14o αι. στη Γαλλία και ολοκληρώθηκε στη σημερινή του μορφή, επίσης στη Γαλλία, το 1808, απ’ όπου την… … Dictionary of Greek
εκφώνηση — η (AM ἐκφώνησις) εκκλ. ἐκφωνήσεις ύμνοι που εκφωνούνται στο τέλος μιας δεήσεως από τον αρχιερέα ή τον ιερέα στη διάρκεια τής λειτουργίας νεοελλ. 1. απαγγελία ή αναγγελία που γίνεται μεγαλόφωνα φρ. «εκφώνηση τών θεμάτων τών εξετάσεων» 2. (νομ.)… … Dictionary of Greek
ευαγγελισμός — Ονομασία έξι οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ., 139 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καρυστίας του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Καφηρέως. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ.,… … Dictionary of Greek
Томопулос, Томас — Томас Томопулос греч. Θωμάς Θωμόπουλος … Википедия
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek