-
1 αναβόλιμοι
-
2 ἀναβόλιμοι
-
3 βόλιμοι
βόλῐμοι δίκαι,A = ἀναβόλιμοι δ., deferred, adjourned suits,Ἀρχ. Ἐφ. 1911.133
([place name] Gonni): [full] βόλῐμον, τό, period of delay, BCH37.204 ([place name] Chios): hence [full] βολῐμοδῐκασταί, οἱ, judges who tryβ. δίκαι, Ἀρχ. Ἐφ. 1911.129
([place name] Gonni).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βόλιμοι
См. также в других словарях:
ἀναβόλιμοι — ἀναβόλιμος to be delayed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)