Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀναβολῆς

  • 1 αναβολής

    ἀναβολεύς
    groom who helps one to mount: masc nom pl
    ἀναβολεύς
    groom who helps one to mount: masc nom /voc pl
    ἀναβολή
    that which is thrown up: fem gen sg (attic epic ionic)

    Morphologia Graeca > αναβολής

  • 2 ἀναβολῆς

    ἀναβολεύς
    groom who helps one to mount: masc nom pl
    ἀναβολεύς
    groom who helps one to mount: masc nom /voc pl
    ἀναβολή
    that which is thrown up: fem gen sg (attic epic ionic)

    Morphologia Graeca > ἀναβολῆς

См. также в других словарях:

  • ἀναβολῆς — ἀναβολεύς groom who helps one to mount masc nom pl ἀναβολεύς groom who helps one to mount masc nom/voc pl ἀναβολή that which is thrown up fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • отълаганиѥ — ОТЪЛАГАНИ|Ѥ (6*), ˫А с. Действие по гл. отълагати в 3 знач.: Всѧкъ наслѣдникъ. ли ѿ написанагѡ. iли ѿ ненаписанагѡ ѹстава тѧжю и ѿлаганиѥ за лѣто творѧ… должьную ѥму закѡньную часть при˫ати. МПр XIV2, 177 об.; о кѡѥмьждо наслѣдницѣ. и о… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • отъложениѥ — ОТЪЛОЖЕНИ|Ѥ (27), ˫А с. 1.Отказ: ˫ако никтоже има рещи. ни ѡтинѹдь ѿложениѥ пищьноѥ. ѹхыщрѧѧ. ни ѹтробѹ безъ времени пищею. ѡт˫агъчѧ˫а. (ἀποχήν) ЖФСт к. XII, 51; таковыихъ заповѣдии неподобьнѣ отъложениѥ сътворихомъ. (ἀποβολήν) КЕ XII, 42б;… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ανάκριση — Συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων, με σκοπό να βεβαιωθεί αν έγινε ένα έγκλημα και να αποφασιστεί αν ένα άτομο πρέπει να προσαχθεί σε δίκη. Στην όλη διάπλαση του θεσμού της α. συναντάται από το ένα μέρος η φροντίδα αποτελεσματικής… …   Dictionary of Greek

  • ανταλλαγή — Η αλλαγή ενός πράγματος με έναάλλο. Στις πρωτόγονες οικονομίες, τα οικονομικά αγαθά ανταλλάσσονται πάντοτε μεταξύ τους (ο ψαράς προσφέρει τα ψάρια του στον αγρότη και παίρνει ως αντάλλαγμα σιτάρι), χωρίς προσφυγή στον ενδιάμεσο ρόλο του χρήματος …   Dictionary of Greek

  • προαναβολή — και ποιητ. τ. προαμβολή, ἡ, Α [προαναβάλλομαι] το προκαταρκτικό μέλος τής αναβολής, η προανάκρουση …   Dictionary of Greek

  • υπωμοσία — η / ὑπωμοσία, ΝΜΑ (στην αρχ. Αθήνα) 1. όρκος, τον οποίο έπαιρναν στο δικαστήριο όσοι ήθελαν την αναβολή τής εκδίκασης μιας υπόθεσης 2. (κατ επέκτ.) αίτηση αναβολής ή διακοπής τής δίκης, που γινόταν με ένορκη βεβαίωση ότι συνέτρεχε σοβαρός λόγος 3 …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… …   Dictionary of Greek

  • Σπένσερ, Χέρμπερτ — (Spencer). Άγγλος θετικιστής και εξελικτικός φιλόσοφος (Ντέρμπι 1820 Μπράιτον 1903). Αυτοδίδακτος και διαπαιδαγωγημένος σε αντικονφορμιστικό περιβάλλον, διαμόρφωσε τις απόψεις του με τη μελέτη των φυσικών επιστημών. Μηχανικός των σιδηροδρόμων,… …   Dictionary of Greek

  • αποκλίνω — απόκλινα 1. γέρνω, ρέπω, παίρνω κατεύθυνση προς τα κάπου: Η μαγνητική βελόνα άρχισε να αποκλίνει προς τα δεξιά. 2. έχω προτίμηση για κάτι: Αποκλίνω υπέρ της αναβολής της εκδρομής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»