Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀναβολέων

  • 1 αναβολέων

    ἀναβολεύς
    groom who helps one to mount: masc gen pl
    ἀναβολέω̆ν, ἀναβολεύς
    groom who helps one to mount: masc gen pl
    ἀναβολή
    that which is thrown up: fem gen pl (epic ionic)

    Morphologia Graeca > αναβολέων

  • 2 ἀναβολέων

    ἀναβολεύς
    groom who helps one to mount: masc gen pl
    ἀναβολέω̆ν, ἀναβολεύς
    groom who helps one to mount: masc gen pl
    ἀναβολή
    that which is thrown up: fem gen pl (epic ionic)

    Morphologia Graeca > ἀναβολέων

См. также в других словарях:

  • ἀναβολέων — ἀναβολεύς groom who helps one to mount masc gen pl ἀναβολέω̆ν , ἀναβολεύς groom who helps one to mount masc gen pl ἀναβολή that which is thrown up fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιππική — Όρος που χρησιμοποιείται για να εκφράσει το σύνολο των αγώνων που διεξάγονται με άλογα και κατά προέκταση ό,τι αφορά την εκτροφή και την εκγύμναση των αλόγων. Η ι. από αθλητική άποψη διαιρείται σε ιππασία και ιππικούς αγώνες. ιππασία. Η τέχνη της …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»