-
1 ἀναβλυστάνω
A = ἀναβλύζω, Str.Chr.16.22, Procop.Aed.2.3, al.:— also [full] ἀναβλυσθαίνω, Sch.Pl.Ti. 22e: [full] ἀμβλυσθονῆσαι or [suff] ἀνα-τονῆσαι, Eup.105, cf. Eust.1095.8, EM200.52.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναβλυστάνω
См. также в других словарях:
αναβλυσθαίνω — ἀναβλυσθαίνω (Α) αναβλύζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τών ρ. ἀναβλυστάνω, ἀναβλαστάνω (πρβλ. βλαστάνω*)] … Dictionary of Greek