-
1 αναβιβρωσκομένας
ἀναβιβρωσκομένᾱς, ἀνά-βιβρώσκωeat: pres part mp fem acc plἀναβιβρωσκομένᾱς, ἀνά-βιβρώσκωeat: pres part mp fem gen sg (doric aeolic) -
2 ἀναβιβρωσκομένας
ἀναβιβρωσκομένᾱς, ἀνά-βιβρώσκωeat: pres part mp fem acc plἀναβιβρωσκομένᾱς, ἀνά-βιβρώσκωeat: pres part mp fem gen sg (doric aeolic)
См. также в других словарях:
ἀναβιβρωσκομένας — ἀναβιβρωσκομένᾱς , ἀνά βιβρώσκω eat pres part mp fem acc pl ἀναβιβρωσκομένᾱς , ἀνά βιβρώσκω eat pres part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)