-
1 αναβασσαρεω
См. также в других словарях:
αναβασσαρέω — ἀναβασσαρέω (Α) καταλαμβάνομαι από βακχική μανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα + βασσαρέω «βακχεύω»] … Dictionary of Greek
1 αναβασσαρεω
αναβασσαρέω — ἀναβασσαρέω (Α) καταλαμβάνομαι από βακχική μανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα + βασσαρέω «βακχεύω»] … Dictionary of Greek