Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀναβαδόν

См. также в других словарях:

  • αναβαδόν — ἀναβαδὸν επίρρ. (Α) [ἀναβαίνω] σκαρφαλωτά, καβάλα, καβαλικευτά …   Dictionary of Greek

  • ἀναβαδόν — by mounting indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανεβαίνω — (AM ἀναβαίνω) 1. βαδίζω ή κινούμαι προς τα επάνω 2. επιβιβάζομαι σε μεταφορικό μέσο ή ιππεύω, καβαλικεύω άλογο, μουλάρι κ.λπ. 3. κατευθύνομαι προς τον Θεό 4. φθάνω στον νου ή στην καρδιά 5. φυτρώνω 6. (για τιμή ή αξία) αυξάνομαι 7. (για ποτάμι)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»