-
1 ανίλαστος
-
2 ἀνίλαστος
-
3 ανιλαστος
-
4 ἀνίλαστος
A unappeased, merciless, Plu.2.170c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνίλαστος
-
5 ἀνίλαστος
ἀν-ίλαστος, unversöhnt, unbarmherzig -
6 ανίλαστε
-
7 ἀνίλαστε
См. также в других словарях:
ανίλαστος — ἀνίλαστος, ον (Α) αυτός που δεν εξιλεώνεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ιλάσκομαι «εξιλεώνω, καταπραΰνω] … Dictionary of Greek
ἀνίλαστος — ἀνί̱λαστος , ἀνίλαστος unappeased masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνίλαστε — ἀνί̱λαστε , ἀνίλαστος unappeased masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)