Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀνίλαστος

См. также в других словарях:

  • ανίλαστος — ἀνίλαστος, ον (Α) αυτός που δεν εξιλεώνεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ιλάσκομαι «εξιλεώνω, καταπραΰνω] …   Dictionary of Greek

  • ἀνίλαστος — ἀνί̱λαστος , ἀνίλαστος unappeased masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνίλαστε — ἀνί̱λαστε , ἀνίλαστος unappeased masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»