Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἀνήδομαι

См. также в других словарях:

  • ανήδομαι — ἀνήδομαι (Α) παύω να αισθάνομαι ευχαρίστηση για κάτι που μέχρι τώρα με ευχαριστούσε …   Dictionary of Greek

  • ἀνήδομαι — ἀνά ἥδομαι swad pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήδομαι — ἥδομαι, δωρ. τ. ἅδομαι, αιολ. τ. ἄδομαι (Α) 1. (με μτχ.) ευχαριστούμαι, ευφραίνομαι, αισθάνομαι τέρψη («ἥσθη ἀκούσας» με ευχαρίστηση άκουσε, Ηρόδ.) 2. (με αιτ. και μτχ.) χαίρομαι («ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῡντά σε» με χαρά σε άκουσα να… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»