-
1 ανέστησε
-
2 ἀνέστησε
-
3 ανέστησ'
ἀνέστησα, ἀνίστημιmake to stand up: aor ind act 1st sgἀνέστησε, ἀνίστημιmake to stand up: aor ind act 3rd sg -
4 ἀνέστησ'
ἀνέστησα, ἀνίστημιmake to stand up: aor ind act 1st sgἀνέστησε, ἀνίστημιmake to stand up: aor ind act 3rd sg -
5 διαστύλιον
2 ἀνέστησε δ. δύο perh. a monument with three pillars, Keil-Premerstein Dritter Bericht No. 107.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαστύλιον
-
6 ἀνίστημι
ἀν-ίστημι, ipf. ἀνίστη, fut. ἀναστήσουσι, ἀνστής-, aor. 1 ἀνέστησε, opt. ἀναστήσειε, imp. ἄνστησον, part. ἀναστήσᾶς, ἀνστήσᾶσα, aor. 2 ἀνέστη, dual ἀνστήτην, 3 pl. ἀνέσταν, inf. ἀνστήμεναι, part. ἀνστάς, mid. pres. ἀνίσταμαι, ἀνιστάμενος, ipf. ἀνίστατο, fut. ἀναστήσονται, inf. ἀνστήσεσθαι: I. trans. (pres., ipf., fut., aor. 1, act.), make to stand or get up, Od. 7.163, ; γέροντα δὲ χειρὸς ἀνίστη, took him by the hand and ‘made him arise,’ Il. 24.515, Od. 14.319; violently, Il. 1.191; so of ‘rousing,’ Κ 32; raising the dead, Il. 24.756; instituting a migration, Od. 6.7, etc.—II. intrans. (aor. 2 and perf. act., and mid. forms), stand up, get up; ἐξ ἑδέων, ἐξ εὐνῆς, etc.; especially of rising to speak in the assembly, τοῖσι δ' ἀνέστη, ‘to address them,’ τοῖσι δ' ἀνιστάμενος μετέφη, Il. 1.58; ἀνά repeated as adverb, ἂν δ' Ὀδυσεὺς πολύμητις ἀνίστατο, Il. 23.709.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀνίστημι
См. также в других словарях:
ἀνέστησε — ἀνίστημι make to stand up aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PHRYNA — meretrix apud Athenas, de qua Athen. l. 13. et Quintilian. l. 2. c. 15. Et Phrynen non Hyperides actione, quamquam admirabili, sed conspectu corporis, quod illa speciosissimum alioqui deductâ nudaverat tunicâ, putant periculô liberatam. Athenaeus … Hofmann J. Lexicon universale
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
βότανο — Ποώδες φυτό με θεραπευτικές αλλά και βλαβερές ιδιότητες. Από πολύ παλιά το χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι, άλλοτε για φαρμακευτικούς σκοπούς και άλλοτε για να εξοντώνουν τους εχθρούς τους, επειδή σε μεγάλες δόσεις δρούσε ως ισχυρό δηλητήριο. Οι… … Dictionary of Greek
γλαυκός — I Ονομασία διαφόρων ποταμών της αρχαιότητας. 1. Ποταμός της Αχαΐας, που πήγαζε από τις πλαγιές του Παναχαϊκού και εξέρεε στα νότια της Πάτρας. Ταυτίζεται με τον ομώνυμο σημερινό ποταμό, τον γνωστό και με την ονομασία Λέκας. 2. Μικρός ποταμός της… … Dictionary of Greek
γλαύκος — I Ονομασία διαφόρων ποταμών της αρχαιότητας. 1. Ποταμός της Αχαΐας, που πήγαζε από τις πλαγιές του Παναχαϊκού και εξέρεε στα νότια της Πάτρας. Ταυτίζεται με τον ομώνυμο σημερινό ποταμό, τον γνωστό και με την ονομασία Λέκας. 2. Μικρός ποταμός της… … Dictionary of Greek
λάζαρος — I (; – 1368). Πατριάρχης Ιεροσολύμων (1334 68). Διαδέχθηκε τον Αθανάσιο Γ’ και αγωνίστηκε μαζί με την Αγιοταφική Αδελφότητα για τη διατήρηση της ελληνικής κυριότητας στα προσκυνήματα της Ιερουσαλήμ. Την περίοδο της πατριαρχίας του εγκαταστάθηκαν… … Dictionary of Greek
Ασκληπιός — I Θεραπευτής θεός, από τους σχετικά νεότερους της ελληνικής μυθολογίας. Παρά την έκταση που πήρε η λατρεία του στους χρόνους της κλασικής αρχαιότητας και αργότερα, o μύθος της θεϊκής υπόστασης του Α. αρχίζει να εμφανίζεται στους ομηρικούς… … Dictionary of Greek
Άττις — Θεός των Φρυγών και των Λυδών, o οποίος συνδέεται στενά με τον μύθο και τη λατρεία της Κυβέλης. Γράφεται και Άττης. Η μητέρα του τον γέννησε, αφού έφαγε τον καρπό μιας αμυγδαλιάς, που είχε φυτρώσει από τα γεννητικά όργανα που απέκοψαν οι θεοί από … Dictionary of Greek
Ταβιθά — Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Ιόππη και διακρίθηκε για τη φιλανθρωπική της δράση. Πέθανε ξαφνικά, αλλά κατά τη χριστιανική παράδοση, την ανέστησε ο απόστολος Πέτρος, μετά από παρακλήσεις των πιστών (Πράξεις Θ’ 36 40). Η… … Dictionary of Greek
ἀνέστησ' — ἀνέστησα , ἀνίστημι make to stand up aor ind act 1st sg ἀνέστησε , ἀνίστημι make to stand up aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)