-
1 ἀνενόχλητος
ἀνεν-όχλητος, ον,A undisturbed, Hdn.5.7.2, Hld.5.19; of a sepulchre, CIG2845.9 ([place name] Aphrodisias), BGU935.3 (iii/iv A.D.). Adv. [suff] ἀνέν-τως Ruf. and Aspasia ap.Aët. 16.50, Sch.E.Or. 630, Simp.inPh.1176.24.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνενόχλητος
-
2 ἀνενδοίαστος
ἀνεν-δοίαστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνενδοίαστος
-
3 ἀνένδοτος
ἀνέν-δοτος, ον,A unyielding, rigid,τόνος κλίνης Antyll.
ap. Orib.9.14.5; not giving way, Ph.1.154, al.: metaph., προθυμία Hierocl.p.57.3A., Orib.Fr.55; πάθος Herod.[voice] Med.in Rh.Mus.58.89. Adv.-τως, διαθλεῖν Ph.2.66
, cf. Eustr. in EN 297.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνένδοτος
-
4 ἀνενθουσίαστος
ἀνεν-θουσίαστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνενθουσίαστος
-
5 ἀνεννόητος
ἀνεν-νόητος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνεννόητος
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский