-
1 ἀνά-πηρος
ἀνά-πηρος, verstümmelt, verkrüppelt, χωλοὶ καὶ τυφλοὶ καὶ ἄλλοι ἀνάπηροι Plat. Crit. 53 a; βοίδια Hermipp. Ath. XII, 551 b; übertr., ψυχὴ πρὸς ἀλήϑειαν ἀνάπ. Plat. Rep. VII, 535 d; ἀνάπηρον ποιεῖσϑαι Aesch. 1, 183, = folgdm.
-
2 ἀνάπηρος
ἀνά-πηρος, verstümmelt, verkrüppelt -
3 αναπηρος
2увечный, искалеченный, изуродованный(χωλοὴ καὴ τυφλοὴ καὴ ἄλλοι ἀνάπηροι Plat.; ἀσθενές καὴ ἀ. Arst.)
πρὸς ἀλήθειαν ἀ. Plat. — невосприимчивый к истине
См. также в других словарях:
κατάπηρος — κατάπηρος, ον (Α) εντελώς ανάπηρος, κολοβωμένος, σακατεμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πηρος (< πηρός «αυτός που έχει κάποια αναπηρία» (πρβλ. ανά πηρος, έμ πηρος)] … Dictionary of Greek
ανάπηρος — η, ο (Α ἀνάπηρος, ον) 1. αυτός που δεν είναι αρτιμελής, ακρωτηριασμένος, σακάτης 2. ο ελλιπής, ο ανίκανος για κάτι νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει πνευματική ή ψυχική τελειότητα, αρτιότητα 2. ο ανίκανος για εργασία λόγω αναπηρίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανά … Dictionary of Greek