-
1 ἀνά-βρασις
ἀνά-βρασις,,ἡ das Aufsprudeln, Strab., l. d.
-
2 ἀνάβρασις
ἀνά-βρασις, ἀνα-βρασμός das Aufsprudeln -
3 ἀναβρασμός
ἀνά-βρασις, ἀνα-βρασμός das Aufsprudeln
1 ἀνά-βρασις
ἀνά-βρασις,,ἡ das Aufsprudeln, Strab., l. d.
2 ἀνάβρασις
3 ἀναβρασμός