-
1 ἀνάταξις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνάταξις
-
2 ανατάξεως
-
3 ἀνατάξεως
См. также в других словарях:
ανάταξη — Η αποκατάσταση στη φυσιολογική του θέση ενός σπασμένου οστού ή εξαρθρωμένου μέλους. Η α. εκτελείται είτε με ειδικούς χειρισμούς (αναίμακτη α.) είτε με χειρουργική επέμβαση (αιματηρή α.). Σε περίπτωση κήλης, η α. συνίσταται στην επαναφορά στην… … Dictionary of Greek
ἀνατάξεως — ἀνατάξεω̆ς , ἀνάταξις financial estimate fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)