-
1 ανάστεμα
τό1) детище; воспитанник; питомец; 2) восстановление, приведение в порядок (здания, сада и т. п.); 3) дрожжи -
2 ἀνάστεμα
-ατος τό N 3 0-0-0-0-1=1 Jdt 9,10height, majesty; see ἀνάστημα -
3 ἀνάστημα
A height, Thphr.HP9.9.5; of animals, D.S.5.17(pl.);τὸ τῆς ἡλικίας ἀ. J.AJ2.9.6
; ἀ. βασιλικόν royal majesty, D.S.19.92;ἀ. τραγικόν D.Chr.18.7
(prob.l.);ἡ ψυχὴ γαῦρόν τι ἀ. λαμβάνουσα Longin.7.2
(prob.).2 protuberance, prominence, Simp.in Cael.480.15.3 high ground, in pl., Str.2.3.2, D.S. 2.14, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνάστημα
См. также в других словарях:
ανάστημα — το (AM ἀνάστημα) [ανίστημι] ύψος, μέγεθος νεοελλ. 1. ύψος ανθρώπου, μπόι 2. ηθικό ύψος, μεγαλείο 3. ύψωμα, λόφος 4. (κ. ανάστεμα) έργο, δημιούργημα μσν. αρχ. 1. οικοδόμημα, κτήριο 2. οίδημα, εξάνθημα … Dictionary of Greek