-
1 ἀνάπευσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνάπευσις
См. также в других словарях:
ανάπευσις — ἀνάπευσις ( εως), η (Α) [ἀναπυνθάνομαι] η εκ νέου ερώτηση, επισταμένη εξέταση … Dictionary of Greek
αναπυνθάνομαι — ἀναπυνθάνομαι (Α) 1. εξετάζω με επιμέλεια, ερευνώ, ρωτώ 2. πληροφορούμαι, μαθαίνω ρωτώντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + πυνθάνομαι «πληροφορούμαι». ΠΑΡ. ανάπευσις, ανάπυστος] … Dictionary of Greek