-
1 ἀνάδικος
-
2 ἀνά-δαστος
ἀνά-δαστος, vertheilt, bes. γῆν ἀνάδαστον ποιεῖν, ein Land von neuem zu gleichen Theilen unter die Bewohner rheilen, Plat. Legg. VIII, 843 b; Plut. Cam. 8. Bei Sp. eine Entscheidung rückgängig, ungültig machen, δικαστήριον, Luc. Abd. 11; τὰ πραχϑέντα, acta rescindere, Dio C. 54, 28; vgl. ἀνάδικος; – ἀνάδαστον γίγνεσϑαι ὄγκον, auseinandergehen, Plut. Symp. 3, 6, 2.
См. также в других словарях:
ανάδικος — ἀνάδικος, ον (Α) 1. αυτός που ξαναδικάζεται, που αναθεωρείται 2. φρ. «ψῆφον ἀνάδικον καθίστημι», αναιρώ προηγούμενη απόφαση δικαστηρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + δικος < δίκη. ΠΑΡ. αρχ. ἀναδικία] … Dictionary of Greek
ἀνάδικος — tried over again masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάδικον — ἀνάδικος tried over again masc/fem acc sg ἀνάδικος tried over again neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναδίκους — ἀνάδικος tried over again masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάδικα — ἀνάδικος tried over again neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάδικοι — ἀνάδικος tried over again masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναδικία — ἀναδικία, η (Α) [ανάδικος] επανάληψη, ανανέωση της δίκης … Dictionary of Greek
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek
όνδικος — ὄνδικος, ον (Α) (αρκαδικός τ.) ανάδικος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ον (βλ. ανα ) + δίκη] … Dictionary of Greek